Στο... προπατορικό αμάρτημα της ελληνικής αγοράς καυσίμων, ότι παραμένει ουσιαστικά κλειστή σε εισαγωγές και ελεγχόμενη από τους δύο ομίλους της διύλισης επανέρχεται η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την κανονιστική της παρέμβαση και επιχειρεί να «στριμώξει» τα διυλιστήρια για να λειτουργήσει καλύτερα ο ανταγωνισμός και να πέσουν οι τιμές.
Στο κείμενο που έδωσε σε δημόσια διαβούλευση και περιλαμβάνει τις προτάσεις της προς την κυβέρνηση, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πρόβλημα της ουσιαστικής απαγόρευσης εισαγωγών, που δίνει τη δυνατότητα στα διυλιστήρια να ορίζουν τις τιμές χωρίς πίεση από ανταγωνισμό, ένα πρόβλημα που μεταφέρεται και στο στάδιο της χονδρικής εμπορίας καυσίμων και καταλήγει σε υψηλές τιμές αντλίας.
Όπως έχει διαπιστώσει και στο παρελθόν η Επιτροπή, χωρίς οι εισηγήσεις της να εισακουστούν από τις κυβερνήσεις, το ισχύον καθεστώς για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός παρεμπόδισης των εισαγωγών, αφού η τήρηση των αποθεμάτων επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος εισαγωγής καυσίμων, με αποτέλεσμα να γίνονται μη ανταγωνιστικές οι τιμές τους και κλείνει η αγορά στις εισαγωγές.
Για να ξεπερασθεί αυτό το πρόβλημα, η Επιτροπή προτείνει τη δημιουργία ενός ειδικού οργανισμού, εποπτευόμενου από τη ΡΑΑΕΥ, ο οποίος θα αναλάβει την τήρηση των αποθεμάτων ασφαλείας, με στόχο τη μείωση του κόστους και το άνοιγμα της αγοράς στις εισαγωγές.
Αγορά χωρίς εισαγωγές
Η ΕΑ έχει αρχίσει μια κανονιστική παρέμβαση στον κλάδο των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, εξετάζοντας τις συνθήκες ανταγωνισμού στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής: διύλιση, εμπορία και λιανική διάθεση. Η έρευνα καλύπτει την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως το τρίτο ή τέταρτο τρίμηνο του 2022 και εστιάζει στην αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων, το πετρέλαιο κίνησης και το πετρέλαιο θέρμανσης.
Σύμφωνα με την Έκθεση Πρώτων Απόψεων της ΕΑ, στην ελληνική αγορά διύλισης επικρατούν συνθήκες δυοπωλίου, με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Οι εταιρείες Helleniq Energy και Motor Oil διατηρούν σταθερά μερίδια διυλιστικής ικανότητας, περίπου 65% και 35% αντίστοιχα, και είναι κάθετα ολοκληρωμένες έως και τη λιανική εμπορία. Η αγορά της διύλισης θεωρείται ώριμη και τα παραγόμενα προϊόντα ομοιογενή, πωλούμενα σε σχεδόν ταυτόσημες τιμές στην εσωτερική χονδρική αγορά.
Ένα βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι εισαγωγές δεν ασκούν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης. Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη αναγκαίων αποθηκευτικών χώρων (ιδιαίτερα παραθαλάσσιων), στο υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος, στον κίνδυνο ζημιών από τη μεταβολή των τιμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και στο υψηλό κόστος αποθήκευσης και τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας. Επιπλέον, οι εισαγωγές από χώρες εκτός Ε.Ε. επιβαρύνονται με δασμούς.
Οι εταιρείες διύλισης συνάπτουν μονοετείς συμβάσεις (συν)αποθήκευσης/εξυπηρέτησης με εταιρείες εμπορίας που διαθέτουν δικές τους εγκαταστάσεις, αλλά ορισμένες από αυτές τις συμφωνίες περιλαμβάνουν ρήτρες αποκλειστικότητας, οι οποίες στην πράξη οδηγούν σε αποκλειστική προμήθεια από την εταιρεία διύλισης.
Η ΕΑ διαπίστωσε επίσης την ύπαρξη εμποδίων εισόδου στην αγορά διύλισης, όπως η ήδη εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα που υπερκαλύπτει τις εγχώριες ανάγκες, τα υψηλά μη ανακτήσιμα κεφάλαια για νέες εγκαταστάσεις, η μεταβλητότητα των περιθωρίων κέρδους και οι χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης.
Οι τιμές
Όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών πώλησης, βασικοί παράγοντες είναι η τιμή Platts MED, η φορολογία και η ισοτιμία US$/ευρώ. Παρατηρείται ταύτιση και παράλληλη εξέλιξη των τιμών μεταξύ των δύο εταιρειών διύλισης. Η οικονομετρική ανάλυση έδειξε θετική ασυμμετρία κατά τη Δεύτερη Περίοδο της έρευνας (16.4.2022 έως 30.9.2022) για τη βενζίνη αμόλυβδη 95 και το πετρέλαιο κίνησης, που σημαίνει ότι οι αυξήσεις των τιμών Platts μετακυλίονται περισσότερο στις τιμές πώλησης των διυλιστηρίων σε σχέση με τις μειώσεις.
Αυτή η ασυμμετρία συνάδει με τα υψηλότερα κέρδη που κατέγραψαν τα διυλιστήρια το 2022. Τα περιθώρια διύλισης αυξήθηκαν τόσο κατά την πτώση των τιμών αργού πετρελαίου (λόγω πανδημίας) όσο και κατά την αύξησή τους (λόγω του πολέμου στην Ουκρανία). Οι εταιρείες διύλισης κατέγραψαν σημαντική αύξηση των πωλήσεων σε αξία το 2021 και το 2022, οδηγώντας σε αυξημένα μικτά περιθώρια κέρδους.
Επιπλέον, το έσοδο ανά μονάδα από τις εγχώριες πωλήσεις ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των εξαγωγών, καθώς η τιμολόγηση των εξαγωγών βασίζεται σε χαμηλότερους δείκτες Platts (FOB έναντι CIF) και δεν περιλαμβάνει κόστη όπως ασφάλιση, ναύλο, βιοκαύσιμα και αποθέματα ασφαλείας.
Μέτρα για την ενίσχυση των εισαγωγών
Για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση των εισαγωγών, η ΕΑ προτείνει δύο βασικά μέτρα.
Σύσταση Κεντρικού Φορέα Διατήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας (ΚΦΔΑ): Η σύσταση ενός ανεξάρτητου ΚΦΔΑ, όπως προβλέπεται στην Οδηγία 2009/119/ΕΚ και έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 4123/2013, είναι κρίσιμης σημασίας. Ο φορέας αυτός, ο οποίος θα τελεί υπό την εποπτεία της ΡΑΑΕΥ, θα αναλάβει την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας για λογαριασμό των υπόχρεων, έναντι καθορισμένου τιμήματος που θα καταβάλλεται ανάλογα με τις συνολικές καταναλώσεις του προηγούμενου έτους. Αυτό το μέτρο αναμένεται να διευκολύνει τις μη καθετοποιημένες εταιρείες χονδρικής εμπορίας να πραγματοποιούν εισαγωγές, χωρίς να αποθαρρύνονται από το επιπλέον κόστος και τις απαιτήσεις που συνδέονται με την τήρηση αποθεμάτων. Επιπλέον, θα εξαλείψει το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα των εγχώριων διυλιστηρίων ως πιστοποιημένων αποθηκευτικών φορέων.
Θεσμική χαρτογράφηση και εποπτεία των αποθηκευτικών χώρων και κατάργηση ρητρών αποκλειστικότητας: Η ΕΑ προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας αξιόπιστης καταγραφής, παρακολούθησης και εποπτείας όλων των διαθέσιμων αποθηκευτικών χώρων για πετρελαιοειδή σε ένα ενιαίο μητρώο από έναν αρμόδιο φορέα. Αυτό θα συμβάλει στην ενίσχυση της δυνατότητας εισαγωγών, καθώς η έλλειψη ή η δυσκολία πρόσβασης σε αποθηκευτικούς χώρους αποτελεί σημαντικό εμπόδιο. Επιπλέον, προτείνεται η κατάργηση των ρητρών αποκλειστικότητας στις συμβάσεις (συν)αποθήκευσης ή/και εξυπηρέτησης καυσίμων σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις τρίτων εταιρειών. Αυτές οι ρήτρες κρίνονται μη αναγκαίες για τον ομαλό εφοδιασμό και παρεμποδίζουν την πραγματοποίηση εισαγωγών, οδηγώντας σε περιορισμό του ανταγωνισμού. Η απαλοιφή τους θεωρείται αναλογικό μέτρο που δεν επεμβαίνει στις εμπορικές σχέσεις, αλλά ενισχύει τον ανταγωνισμό.