Αύξηση και μάλιστα σημαντική, των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων προμηνύουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την άνοδο των τιμών των διαμερισμάτων σε ολόκληρη τη χώρα και ειδικά στην περιοχή των Αθηνών.
Επιβεβαιώνεται έτσι το σχετικό ρεπορτάζ του Σin, που αναφερόταν στον επόμενο γύρο αναπροσαρμογήw των τιμών εφορίας των ακινήτων, ο οποίος θα είναι πιο επώδυνος από τον προηγούμενο, που υλοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές των διαμερισμάτων στο σύνολο της χώρας αυξήθηκαν στο τρίτο τρίμηνο κατά 7,7%, ενώ στην Αθήνα η αύξηση ξεπέρασε το 11%!
Παρατηρείται, δε, ότι από το 2018 που οι τιμές των ακινήτων έχουν πάρει την ανηφόρα, η άνοδος των τιμών επιταχύνεται σημαντικά, τροφοδοτούμενη από την ισχυρή επίδραση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb.
Η ενοικίαση χιλιάδων ακινήτων μέσω των ειδικών πλατφορμών ή και χωρίς τη μεσολάβηση της πλατφόρμας, μέσω αγγελιών σε ιστοσελίδες του εξωτερικού ή του εσωτερικού, έχει οδηγήσει σε άνοδο τη ζήτηση των ακινήτων και φυσικά και τις τιμές τους.
Έχει δε και σημαντικές παρενέργειες, καθώς εξακόντισε στα ύψη και τα «κανονικά» ενοίκια, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να βρουν κατοικία φοιτητές ή και νοικοκυριά.
Η κατάσταση αυτή, πλέον αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, με ρυθμό, μάλιστα, επιταχυνόμενο.
Σημειώνεται ότι το 2017 (όπως και την προηγούμενη δεκαετία) είχαν καταγράψει διαρκείς μειώσεις κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα στη δεκαετία να χάσουν το 40-45% της εμπορικής τους αξίας.
Το 2017 οι τιμές μειώθηκαν κατά 1% σε σχέση με το 2016. Όμως το 2018 κατέγραψαν άνοδο για πρώτη φορά κατά 1,7%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο β τρίμηνο του 2018 οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 1,3% στο γ΄’ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν κατά 2,2%, στο δ΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν κατά 2,9%, στο α’ τρίμηνο του 209 αυξήθηκαν κατά 4,9% καις το β τρίμηνο του 2019 κατά 7,7%.
Ως προς την ακρίβεια των στοιχείων, η ΤτΕ διευκρινίζει ότι για την κατασκευή των δεικτών σχετικά με τις τιμές στην αγορά οικιστικών ακινήτων χρησιμοποιούνται τα αναλυτικά στοιχεία τα οποία συγκεντρώνει το Τμήμα Ανάλυσης Αγοράς Ακινήτων από τις αρχές του 2009, από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν τις εκτιμήσεις των τραπεζών για την τρέχουσα εμπορική αξία των οικιστικών ακινήτων, καθώς και πληροφορίες για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Ο αριθμός των εκτιμήσεων που έχουν ήδη αναγγελθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος (έως το τέλος Ιουλίου του 2019) έφθασε συνολικά τις 747,0 χιλιάδες και αφορούν κατά ποσοστό 65,5% διαμερίσματα, το 18,9% μονοκατοικίες, το 6,1% μεζονέτες, το 6,2% οικόπεδα και 3,2% λοιπά ακίνητα.
Πάνω οι αντικειμενικές και οι φόροι
Ανάλογα με τις μεταβολές των τιμών αγοράς των ακινήτων, θα αυξηθούν και οι αντικειμενικές αξίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των φόρων.
Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών εντός του 2019 αποτελεί μεταμνημονιακή υποχρέωση της χώρας και είναι ένα από τα προαπαιτούμενα της δ΄ αξιολόγησης. Με την αναπροσαρμογή τους, θα επηρεαστούν αυτομάτως περίπου 20 φόροι και τέλη που βαρύνουν σήμερα τα ακίνητα.
Επίσης, δεν θα είναι μόνο μία φορά η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, αλλά θα πρέπει να αναθεωρούνται κάθε χρόνο και να προσαρμόζονται στα επίπεδα της αγοράς. Αν οι τιμές αγοράς αυξάνονται (όπως τώρα) θα υπάρχουν αυξήσεις , ενώ αν μειώνονται, θα μειώνονται αντίστοιχα αι οι τιμές εφορίας των ακινήτων.
Διευκρινίζεται ότι αν η αναπροσαρμογή γίνει εντός του 2019 και οι νέες τιμές τεθούν σε ισχύ μέχρι την 1-1-2020, θα υπολογιστεί με τις νέες τιμές και ο ΕΝΦΙΑ του επόμενου έτους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί το όφελος από τη μείωση του φόρου κατοχής, φέτος, και σε ορισμένες περιπτώσεις να προκύψει και αυξημένος φόρος το 2020.
Οι νέες τιμές θα προσδιοριστούν με νέο σύστημα, το οποίο καθιερώθηκε από τον περασμένο Δεκέμβριο, το οποίο προβλέπει μεταξύ των άλλων και την αλλαγή των ζωνών των ακινήτων.
Η τελευταία αναπροσαρμογή των τιμών των ακινήτων, έγινε τον Ιούνιο του 2018 και υπήρξαν αυξομειώσεις. Συγκεκριμένα σε σύνολο 10.216 ζωνών, οι αντικειμενικές τιμές έμειναν σταθερές στο 42% (4.302 περιοχές), αυξήθηκαν στο 37% (σε 3.792 περιοχές) και μειώθηκαν στο 21% (σε 2.122 περιοχές).