Με Άποψη

Γιατί απέτυχε η κυβέρνηση στο δεύτερο κύμα του κορονοϊού 


Η πανδημία του κορονοϊού αποδεικνύεται δυστυχώς ότι είναι ένας επίπονος μαραθώνιος με ανηφόρες και κατηφόρες και όχι ένας αγώνας ταχύτητας. Επίσης, ακριβώς, επειδή η πολυπλοκότητα του φαινομένου, οι αντιξοότητες και οι αβεβαιότητες είναι πρωτοφανείς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επικοινωνία στην πρώτη γραμμή, αλλά με έργο και αδιάλειπτη, σκληρή προσπάθεια.  

Του Δημήτρη Κυριακόπουλου

Αυτά είναι τα δύο πεδία στα οποία η κυβέρνηση ηττήθηκε κατά κράτος από τον κορονοϊό, χάνοντας την μάχη του δεύτερου κύματος, μετά τα πολύ θετικά αποτελέσματα στο πρώτο. 

Αλλά ας δούμε πως φθάσαμε μέχρι το νέο lockdown. Περίπου από τα μέσα Μαΐου, με το σταδιακό άνοιγμα της κοινωνίας και της αγοράς έπειτα από το πρώτο lockdown, έως σχεδόν τα τέλη Ιουλίου-για δυόμιση μήνες δηλαδή-η κυβέρνηση έδωσε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε ένα «ροζ» συννεφάκι. Επαναπαυμένη στις δάφνες της πρώτης νίκης και τις θριαμβολογίες του συνόλου των ΜΜΕ λειτουργούσε λες και ο κορονοϊός είχε εξαφανιστεί και δεν θα επανέκαμπτε αργότερα. 

Αυτός ο ανεπίτρεπτος εφησυχασμός, τον οποίο ομολόγησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην «απολογία» του για το νέο lockdown είχε δύο αρνητικά αποτελέσματα:

  • Χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την ουσιαστική ενίσχυση του συστήματος υγείας (μεγάλη αύξηση των ΜΕΘ, προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικό προσωπικού κλπ) και την κάλυψη επικίνδυνων ρωγμών, όπως η ανεπάρκεια των μέσων μαζικής μεταφοράς, που προκαλούσε συνθήκες συγχρωτισμού. 
  • Εξέπεμψε το μήνυμα στους πολίτες ότι «τελειώσαμε με τον κορονοϊό» και τους οδήγησε στον εφησυχασμό και την απομάκρυνση από προστατευτικές συμπεριφορές (αποστάσεις, μάσκα, πλύσιμο χεριών κλπ). Είναι ενδεικτικό του κλίματος χαλάρωσης και ευφορίας-σαν να μην υπήρχε κορονοϊός- ότι επιτράπηκαν πολυπληθείς κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμοι, βαφτίσια) και πανηγύρια, για να μαζευτούν αργότερα όταν διαπιστώθηκε ότι είναι εστίες υπερμετάδοσης του φονικού ιού. 

Αλλά και περί τα τέλη Ιουλίου, όταν τα κρούσματα άρχισαν να πληθαίνουν, προειδοποιώντας για την δυναμική επιστροφή του κορονοϊού οι κυβερνητικές αντιδράσεις ήταν αναιμικές, επηρεασμένες πιθανώς από την επιθυμία να μην χαλάσει το αυγουστιάτικο κλίμα και στο πνεύμα: «από Σεπτέμβρη βλέπουμε».

Μόνο που τον Σεπτέμβρη είδαμε τριψήφιους αριθμούς ημερήσιων κρουσμάτων και σημαντική αύξηση νοσηλευομένων και διασωληνωμένων, που προμήνυαν βαρύ χειμώνα. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση άρχισε να «τρέχει». Ήδη όμως είχε σπαταληθεί το πλεονέκτημα της Ελλάδας, λόγω των κλιματολογικών της συνθηκών το δεύτερο κύμα κορονοϊού να ενσκήψει αργότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη, που ο καιρός χαλάει νωρίτερα. 

Αλλά και τότε, που όλα έδειχναν τι θα ακολουθούσε, η κυβέρνηση δίστασε να λάβει κρίσιμα μέτρα, που εισηγούνταν οι ειδικοί, όπως η υποχρεωτική χρήση της μάσκας σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, ενώ συνεχίστηκαν τα αντιφατικά μηνύματα, όπως η δήλωση του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια, για εμβόλιο τον Δεκέμβριο. 

Ωστόσο, το χειρότερο είναι ότι και στα τέλη Οκτωβρίου, που η τροπή των πραγμάτων ήταν δυσάρεστη και ο εφιάλτης είχε κάνει αισθητή την παρουσία του η κυβερνητική αβελτηρία συνεχίστηκε. Είναι ενδεικτικό ότι στην «κόκκινη» Θεσσαλονίκη επιτράπηκαν οι θρησκευτικές εκδηλώσεις για τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο, με αποτέλεσμα να προκύψουν απαράδεκτες ουρές στον ναό και συνωστισμός και βεβαίως αρκετά κρούσματα κορονοϊού (μεταξύ αυτών και μητροπολίτης, που συμμετείχε στη δοξολογία). 

Και στη συνέχεια, μέχρι το γενικό lockdown, σχεδόν από μέρα σε μέρα άλλαζαν οι κυβερνητικές αποφάσεις, προδίδοντας προχειρότητα, έλλειψη «καθαρής» σκέψης και σχεδίου. Είναι φανερό ότι το Μαξίμου δεν περίμενε την επιθετική έξαρση της πανδημίας στη χώρα μας και αιφνιδιάστηκε. Όπως επίσης φαίνεται ότι αφού ξόδεψε απερίσκεπτα το πλεονέκτημα από την επιτυχία του πρώτου κύματος «τρέχει» πίσω από τον κορονοϊό, χωρίς να τον προλαβαίνει. 

«Μπορούσαμε να αποφύγουμε το δεύτερο, γενικό lockdown, αφού σε όλη την Ευρώπη διαπιστώνεται έξαρση;». Πιθανώς όχι. Όμως αν είχαν γίνει τα απαραίτητα θα μπορούσε: να έρθει αργότερα, ακόμα και μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, να είναι πιό ήπιο και να διαρκέσει λιγότερο. Επιπλέον, δεν θα διατρέχαμε τον υπαρκτό κίνδυνο «ιταλοποίησης», με το σύστημα υγείας σήμερα να έχει ξεπεράσει τα όριά του. 

Εν τέλει, ο εφησυχασμός-εγκληματική αδράνεια κατά άλλους- βλάπτει σοβαρά την υγεία και την οικονομία, εν μέσω πανδημίας, όταν παρατηρείται σε κυβερνώντες.  

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις