Οι φορολογούμενοι που έχουν αποσύρει τις καταθέσεις τους στα χρόνια της κρίσης και τα έχουν στα στρώματα, εάν τα επαναφέρουν στις τράπεζες κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για φοροδιαφυγή!
Όσο και αν αυτό ακούγεται παράδοξο, ισχύει με βάση τη φορολογική νομοθεσία. Σε συνδυασμό δε και με την απειλή των κατασχέσεων και της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών, για οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία δημιουργείται ένα τείχος που αποτρέπει την επαναφορά του χρήματος στο τραπεζικό σύστημα.
Ήδη, σε πλήρη λειτουργία βρίσκεται το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» της ΑΑΔΕ, το οποίο παρακολουθεί ταυτόχρονα τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και τις φορολογικές δηλώσεις των φορολογουμένων. Αν διαπιστώσει οποιαδήποτε αναντιστοιχία, ο υπόχρεος καλείται για έλεγχο.
Όπως αποκάλυψε το Σin, το χρήμα σε κυκλοφορία, εκτός του τραπεζικού συστήματος, ανέρχεται στο ποσό των 31 δισ. ευρώ ή στο 17% του ΑΕΠ, όταν υπό κανονικές συνθήκες, η νομισματική κυκλοφορία δεν ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ ή τα 11 δισ. ευρώ στην προκειμένη περίπτωση. Δηλαδή το ποσό που «λείπει» από τις τράπεζες είναι 20 δισ. ευρώ, το οποίο βρίσκεται στα στρώματα και στα ντουλάπια και δεν δικαιολογείται σήμερα από τα υπόλοιπα οικονομικά δεδομένα, αλλά η αιτία είναι η Εφορία.
Ο κίνδυνος του ελέγχου
Ειδικότερα, ας υποθέσουμε όμως, ότι ένας φορολογούμενος που φοβήθηκε το Grexit ή οτιδήποτε άλλο έχει αποσύρει τις καταθέσεις του και έχει τα χρήματα στο σπίτι. Εάν σήμερα μεταβεί στην τράπεζά του για να καταθέσει το ποσό που είχε αποσύρει το 2012 ή το 2015 κ.λπ. θα κληθεί να δικαιολογήσει πού το βρήκε. Εάν το ποσό δεν προκύπτει από τα τρέχοντα εισοδήματά του, θα μπλέξει.
Ο φορολογούμενος θα ισχυριστεί ότι το ποσό προέρχεται από την ανάληψη που είχε κάνει προ διετίας, ή τετραετίας. Η εφορία δεν θα το δεχτεί. Η νομοθεσία προβλέπει, ότι ακόμη και σε περιπτώσεις μεταφοράς ποσού από ένα λογαριασμό του ίδιου φορολογούμενου σε άλλον, θα πρέπει να αιτιολογείται το ποσό που κατατίθεται. Όπως επίσης θα πρέπει να αιτιολογείται και το ποσό που μεταφέρεται από λογαριασμό σε λογαριασμό της ίδιας οικογένειας.
Ειδικότερα, η νομοθεσία επί του προκειμένου, όπως αναλύεται στην υπ. αρ. ΔΕΑΦ Α’ 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015 εγκύκλιο, προβλέπει ότι: «Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ' ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο».
Το κλίμα στην οικονομία
ευνοεί αύξηση των καταθέσεων
Τόσο από τον κίνδυνο φορολογικού ελέγχου, όσο και από την απειλή των κατασχέσεων, οι καταθέσεις αυξάνονται μεν αλλά με αργά βήματα και δυσανάλογα σε σχέση με το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο «επιβάλλει» ταχύτερη αύξησή τους καθώς:
1. Η οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανάπτυξη.
2. Όλοι οι θεσμοί βλέπουν έξοδο από τα μνημόνια στις 20 Αυγούστου.
3. Οι συζητήσεις για την απομείωση του δημοσίου χρέους έχουν μπει στην τελική ευθεία.
4. Το οικονομικό κλίμα έχει επιστρέψει σε επίπεδα προ κρίσης και η αβεβαιότητα έχει εκλείψει.
5. Είναι υποχρεωτική η χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών, μέσω των POS, wed banking κ.λπ.
6. Υποχρεωτικά οι μισθοδοσίες από όλες τις επιχειρήσεις και φυσικά από τις δημόσιες υπηρεσίες καταβάλλονται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικών λογαριασμών.
7. Οι ηλεκτρονικές αγορές χτίζουν το αφορολόγητο όριο για μισθωτούς συνταξιούχους και αγρότες, ενώ πρόσθετο κίνητρο αποτελούν οι κληρώσεις που γίνονται κάθε μήνα από την ΑΑΔΕ, με έπαθλο 1.000 ευρώ, για 1.000 τυχερούς, που σημαίνει πως εκατομμύρια φορολογουμένων «κυνηγούν» τις ηλεκτρονικές αγορές.