Τις μισές καταθέσεις κατάσχεσε η Εφορία από λογαριασμό φορολογούμενου, ο οποίος ελέγχθηκε για άλλο λόγο, αλλά ο έλεγχος επεκτάθηκε και στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Έτσι, οι εφοριακοί βρήκαν καταθέσεις, οι οποίες δεν προέκυπταν από τα δηλωθέντα εισοδήματα του ελεγχόμενου, ούτε ο ίδιος τα δικαιολόγησε επαρκώς και απλά του πήραν σχεδόν το μισό ποσό, καταλογίζοντάς του, υψηλά πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Ο φορολογούμενος προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, αλλά δεν είχε τύχη, καθώς η ΔΕΔ επικύρωσε τα πρόστιμα που επέβαλε η τοπική ΔΟΥ.
Ειδικότερα, ο φορολογούμενος ελέγχθηκε το 2019, για άλλο λόγο και του καταλογίστηκε, για το έτος 2014, κύριος φόρος ύψους 1.181,06 ευρώ και πρόστιμο ύψους 354,32 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό φόρου προς καταβολή ύψους 1.535,38 ευρώ, για το έτος 2014.
Όμως η Εφορία εξέδωσε νέα εντολή ελέγχου, η οποία συμπεριέλαβε και τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογούμενου.
Το άνοιγμα των τραπεζικών του λογαριασμών βρήκε, ότι το ύψος των πρωτογενών καταθέσεών του στη χρήση 2013 ήταν 60.879,25 ευρώ.
Το δηλωθέν εισόδημά του, για το ίδιο έτος (φορολογική δήλωση 2014) ήταν 6.122,53 ευρώ. Προέκυψε μια διαφορά της τάξης των 54.756,72 ευρώ, την οποία ο φορολογούμενος κλήθηκε να τη δικαιολογήσει.
Δεν έπεισε, όμως την ΔΟΥ Καστοριάς, η οποία για τη διαφορά αυτή των καταθέσεων και δηλωθέντος εισοδήματος, καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα κύριος φόρος ύψους 14.569,72 ευρώ, πρόσθετος φόρος 14.623,63 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 1.776,93 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό φόρου προς καταβολή ύψους 30.970,28 ευρώ.
Όπως αναφέρει η ΔΕΔ, στην απόφαση που εξέδωσε στις 18 Φεβρουαρίου 2020, από τον φορολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ποσό ύψους 54.756,72 ευρώ στη χρήση 2013 και ποσό ύψους 5.342,84 ευρώ στη χρήση 2014, τα οποία θεωρούνται προσαύξηση περιουσίας) και επομένως λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων για το οικονομικό έτος 2013 και ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα για το φορολογικό έτος 2014.
Ειδικότερα, ο έλεγχος που διενεργήθηκε το 2019, επικεντρώθηκε στους τραπεζικούς λογαριασμούς του προσφεύγοντα και ιδιαίτερα στο χρονικό διάστημα 01-01-2013 έως 31-03-2014. Από τον έλεγχο των πρωτογενών καταθέσεων διαπιστώθηκαν πιστώσεις οι οποίες δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς από τον προσφεύγοντα καθώς δεν απέδειξε την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσης, σημειώνει η ΔΕΔ.
Στο πλαίσιο αυτό επικύρωσε, την «γνωμάτευση» των ελεγκτών και οριστικοποίησε το πρόστιμο των 30.970,28 ευρώ.
Το λογισμικό που χτενίζει τις καταθέσεις
Σημειώνεται πως ο έλεγχος των καταθέσεων γίνεται εύκολα με μια εφαρμογή που έχει δημιουργήσει η ΑΑΔΕ.
Πρόκειται για το «Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής/οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά/οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.
Το σύστημα εντοπίζει και επεξεργάζεται μόνο τα στοιχεία πρωτογενών καταθέσεων, δηλαδή των ποσών που εμφανίζονται για πρώτη φορά κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου, καθώς έχει τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα προς διασταύρωση στοιχεία μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου, δάνεια και αντιλογισμούς.
Μέσω αυτοματοποιημένων λογιστικών αλγορίθμων, το σύστημα μπορεί να συσχετίζει τα στοιχεία των πρωτογενών καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα μέσα σε λίγη ώρα, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες ενδείξεις πιθανής φοροδιαφυγής. Μέσω του «Λογισμικού», αντλούνται:
- Τα πρωτογενή δεδομένα που απέστειλαν τα πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής και αφορούν στο σύνολο των χρηματοοικονομικών προϊόντων και των διενεργηθέντων σε αυτά αναλυτικών κινήσεων.
- Τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου.
Η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων (τραπεζικών και φορολογικών), υπολογίζει τις πρωτογενείς καταθέσεις, μέσω της χρήσης μηχανογραφικών ελεγκτικών εντολών, για κάθε φορολογικό έτος, καθώς και το άθροισμα του συνόλου των δηλωθέντων πραγματικών εισοδημάτων/εσόδων (φορολογητέων, αυτοτελώς φορολογημένων και αφορολόγητων) στα υπό έρευνα έτη.
Διευκρινίζεται πως, δεν υπολογίζονται ως πρωτογενείς καταθέσεις οι αντιλογισμοί, οι μεταφορές χρημάτων μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου, οι ανανεώσεις τραπεζικών και χρηματιστηριακών προϊόντων (Repos, αμοιβαία κεφάλαια, προθεσμιακές καταθέσεις), διάφορες συμψηφιστικές κινήσεις κ.α., καθώς δεν συνιστούν νεοεισερχόμενο χρήμα στους λογαριασμούς του.