Μετά από 13 ολόκληρα χρόνια στην «τοξική» κατηγορία “junk” των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, όπου κατατάσσονται οι χρεοκοπημένες οικονομίες, η Ελλάδα επανήλθε στην επενδυτική κατηγορία. Αυτή η θετική εξέλιξη επισκιάσθηκε από τις πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα. Παραμένει όμως ένα ορόσημο στη μακρά πορεία προς την οριστική έξοδο από τη μεγάλη οικονομική κρίση και στην εμπέδωση ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Η απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας από τον καναδικό οίκο DBRS και η απρόσμενη αναβάθμιση κατά δύο «σκαλοπάτια» από τον κορυφαίο αμερικανικό οίκο Moody’s, δεν ήλθαν ως αποτέλεσμα κάποιας αυτόματης διαδικασίας.
Συνέβαλαν πολλοί παράγοντες: σωστά σχεδιασμένη οικονομική πολιτική, ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στη στήριξη της κοινωνίας στις πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, προώθηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (σχέδιο «Ηρακλής», νέος πτωχευτικός νόμος κ.α.). Απαιτήθηκε, επίσης, να ολοκληρωθεί με επιτυχία μια δύσκολη διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης, που έφερε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συμφωνία για την Ελλάδα και τεράστια κονδύλια, που θα αποτελέσουν το «καύσιμο» της ανάπτυξης για πολλά χρόνια.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης είναι, ασφαλώς, ο πρωτεργάτης αυτών των επιτυχιών. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, ωστόσο, ο ρόλος του πρώην υπουργού Οικονομικών και νυν υπουργού Υποδομών, Χρήστου Σταϊκούρα. Ενός άριστου γνώστη των οικονομικών, αλλά και πολιτικού με εγνωσμένη κοινωνική ευαισθησία, ο οποίος κράτησε με επιτυχία το πηδάλιο της οικονομίας σε μια δύσκολη και κρίσιμη περίοδο.
Η δημοσιονομική κατάσταση
Ίσως οι τεχνικού χαρακτήρα αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης για την εθνική μας οικονομία να μη γίνονται εύκολα κατανοητές από το ευρύ κοινό. Καθένας, όμως, μπορεί να καταλάβει πώς η άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής, με σχέδιο για την ανάπτυξη, φέρνει μεγάλα οφέλη στη ζωή και την καθημερινότητα όλων. Ένα παράδειγμα είναι, ίσως, αρκετό για να γίνει αυτό αντιληπτό:
- Η Ελλάδα υπέστη αυτό το καλοκαίρι πρωτοφανείς καταστροφές από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία και την πυρκαγιά στον Έβρο, καταστροφές που απαιτούν επίσης πρωτοφανείς επιβαρύνσεις του κρατικού προϋπολογισμού για την ανακούφιση των πληγέντων. Επιβαρύνσεις, μάλιστα, που έρχονται να προστεθούν στα βάρη που δημιούργησε η πανδημία στον κρατικό προϋπολογισμό, οδηγώντας και στη διόγκωση (ονομαστική) του δημοσίου χρέους.
- Κι όμως, αντί να βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στην απειλή μιας νέας δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν την Ελλάδα, ενώ οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί ουδόλως ανησυχούν για νέες παρεκκλίσεις στην πορεία της οικονομίας!
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα σωστής διαχείρισης της οικονομίας, με σεβασμό στη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά και εξάντληση των περιθωρίων για στήριξη της κοινωνίας όταν αυτό είναι απαραίτητο.
Η επίτευξη των στόχων
Η κυβέρνηση έδωσε και σε αυτή τη συγκυρία σαφή δείγματα γραφής, με την επιλογή της να αποφύγει δημοσιονομικές παρεκκλίσεις και να προστατεύσει ταυτόχρονα τα ευάλωτα νοικοκυριά από τις οικονομικές συνέπειες ακραίων και έκτακτων φαινομένων.
Χάρη στη συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, στο τέλος του οκταμήνου υπήρχε πλεόνασμα εσόδων ύψους 1,8 δισ. ευρώ. Και αυτό το «μαξιλάρι» επέτρεψε να χρηματοδοτηθούν δύο συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί, καθώς και τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να αμφισβητηθεί η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023.
Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί η οικονομική πολιτική το 2024: ο απαιτητικός στόχος για πλεόνασμα άνω του 2% θα γίνει κάθε προσπάθεια να εκπληρωθεί, χωρίς να επιβαρυνθούν οι πολίτες ή να τεθεί σε αμφισβήτηση η στήριξη των ευάλωτων.
Επενδύσεις
Οι βάσεις έχουν τεθεί και η ελληνική οικονομία θα έχει σύντομα τη «σφραγίδα» αναβάθμισης και από άλλους οίκους αξιολόγησης. Αυτή η υψηλότερη “βαθμολογία” δεν έχει αξία μόνο για οικονομικούς αναλυτές και παράγοντες των αγορών, αλλά συνολικά για την οικονομία και την κοινωνία: Η Ελλάδα θα αντιμετωπίζεται και πάλι σαν μια «κανονική» χώρα της ευρωζώνης, με χαμηλό ρίσκο για τους επενδυτές, είτε θελήσουν να αγοράσουν ομόλογα, ή να προχωρήσουν σε μια άμεση επένδυση.
Τα νέα κεφάλαια που θα εισρεύσουν, θα επιτρέψουν να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων, που είναι απολύτως απαραίτητες για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που άφησε πίσω της η κρίση και να υπάρξει υγιής ανάπτυξη τα επόμενο χρόνια. .
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών