Κορυφώνεται η αγωνία για τη χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου, παρά τη σχετικά επιτυχή προσφυγή στην αγορά με 7ετές ομόλογο, καθώς η ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων βλέπει ότι και από τη σύνοδο των ηγετών στις 23 του μήνα πιθανότατα δεν θα υπάρξει κάποια λύση που θα ανακουφίζει τις ανάγκες των ασθενέστερων μελών της ευρωζώνης, ενώ η τελευταία ελπίδα για τα κράτη του Νότου εναποτίθεται στην ΕΚΤ, με τους αναλυτές να περιμένουν μια γενναία αύξηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρατήσει ανοικτό το δίαυλο χρηματοδότησης από την αγορά ομολόγων, ώστε να μη χρειασθεί να ζητήσει την προληπτική γραμμή χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, φάνηκε ήδη ότι έχει πεπερασμένα όρια.
Το Δημόσιο κατάφερε μεν στην τελευταία έκδοση 7ετών ομολόγων να αντλήσει 2 δισ. ευρώ, με τη βοήθεια και των ελληνικών τραπεζών, που κάλυψαν 300 εκατ. ευρώ από αυτή την έκδοση, όμως, όπως σημειώνει το Bloomberg, η ζήτηση των τίτλων δεν ήταν μεγάλη. Έτσι, το Δημόσιο άντλησε μόνο το ελάχιστο όριο κεφαλαίων που μπορούσε να αντλήσει, ώστε να κρατηθεί εντός ορίων το κόστος δανεισμού, που πάντως ήταν αρκετά υψηλό, ξεπερνώντας το 2%.
Διόγκωση του ελλείμματος στο 9%
Η αγορά βλέπει ότι οι οικονομικά ασθενέστερες χώρες του Νότου θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν χωρίς βοήθεια από την Ευρώπη τις δαπάνες αντιμετώπισης της πανδημίας και στήριξης των οικονομιών, γι’ αυτό και, παρότι μετά την ανακοίνωση του νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, ύψους 750 δισ. ευρώ, τα σπρεντ από τα γερμανικά ομόλογα υποχώρησαν, το τελευταίο διάστημα έχουν πάρει και πάλι την ανηφόρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παρέμβαση της ΕΚΤ έριξε απότομα την απόδοση του 10ετούς ομολόγου από σχεδόν 4% σε 1,5%, αλλά και πάλι έχει ανεβεί πάνω από το 2%.
Οι επενδυτές βλέπουν ότι η κρίση αυτή ανοίγει μεγάλες «τρύπες» στον ελληνικό προϋπολογισμό και εκτιμούν ότι η χώρα θα χρειασθεί πολύ μεγαλύτερα ποσά χρηματοδότησης από αυτά που αρχικά σχεδίαζε. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι το έλλειμμα φέτος θα εκτιναχθεί στο 9% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα 0,4% πέρυσι, ενώ και το 2021 θα παραμείνει πολύ υψηλό, στο 7,9% του ΑΕΠ.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα είναι έλλειμμα 5,1% του ΑΕΠ φέτος και 4,4% το 2021, ενώ το 2019 η Ελλάδα είχε εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 4%. Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους καλύπτονται από το «μαξιλάρι» ρευστότητας, μόνο για την κάλυψη του πρωτογενούς ελλείμματος χρειάζονται περί τα 10 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αντλήσει από τις αγορές ως το τέλος του έτους τουλάχιστον 5 – 6 δισ. ευρώ ακόμη.
Οι Βόρειοι «έθαψαν» το ευρωομόλογο
Ευχής έργον θα ήταν να μπορούσε να αντλήσει χρηματοδότηση η χώρα μέσω κάποιας μορφής ευρωομολόγου, καθώς με αυτό τον τρόπο οι χρηματοδοτήσεις δεν θα εγγράφονταν άμεσα στο δημόσιο χρέος, το οποίο εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι θα ξεπεράσει φέτος το 200% του ΑΕΠ, ανατρέποντας τα σενάρια για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του.
Όμως στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Απριλίου αυτή η πρόταση δεν θα βρεθεί στο τραπέζι της συζήτησης, καθώς έχει μπλοκαριστεί από το «μπλοκ της λιτότητας» (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία). Για πολλούς λόγους, εξάλλου, η γαλλική πρόταση για ένα Ταμείο Ανάκαμψης 500 δισ. ευρώ που θα συσταθεί στο πλαίσιο του κοινοτικού προϋπολογισμού αλλά θα χρηματοδοτηθεί με «καινοτομικά μέσα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συνθηκών» δεν δημιουργεί σοβαρές ελπίδες ότι μπορεί να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική των κορονο-ομολόγων και πάντως δεν φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει ανακούφιση στις δανειακές ανάγκες των χωρών του Νότου στο άμεσο μέλλον.
Το... ιππικό της ΕΚΤ
Σύμφωνα με αναλυτές, που επικαλείται το Bloomberg, η διαφαινόμενη αποτυχία των ηγετών της ευρωζώνης να προσφέρουν μια λύση που θα πείσει την αγορά ομολόγων ότι μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του Νότου θα φέρει και πάλι το μπαλάκι στο γήπεδο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όπως εκτιμά η ABN Amro, είναι πολύ πιθανό να χρειασθεί η ΕΚΤ να αυξήσει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων των 750 δισ. ευρώ κατά 500 δισ. ευρώ επιπλέον, ώστε να διασφαλίσει ότι έχει αρκετή «δύναμη πυρός» για να κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των χωρών του Νότου και να τους επιτρέψει να διατηρήσουν πρόσβαση στην αγορά για την άντληση δανείων.
Σε αυτή την περίπτωση, το μερίδιο της Ελλάδας στο νέο, ενισχυμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (2% του ποσού των αγορών τίτλων) θα ανέβαινε στα 25 δισ. ευρώ, ποσό που θεωρείται επαρκές για να κρατηθούν χαμηλά οι αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά και να προχωρήσουν οι επόμενες εκδόσεις χρέους του Δημοσίου χωρίς προβλήματα, στο βαθμό που η ΕΚΤ υποστηρίζει τα ελληνικά ομόλογα και με δύο ακόμη πρόσφατες διευθετήσεις, την άρση των περιορισμών στις αγορές τίτλων από ελληνικές τράπεζες και την επαναφορά του waiver για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ.
Η βιωσιμότητα του χρέους σε αμφισβήτηση
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτές οι διευθετήσεις μπορεί να απαλύνουν τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές πιέσεις, αλλά δεν αναιρούν το μακροπρόθεσμο πρόβλημα που δημιουργεί η κρίση και δεν είναι άλλο από την ανάγκη μιας νέας διευθέτησης για το χρέος σε συνεννόηση με το Eurogroup, αφού είναι φανερό ότι το πέρασμα από υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεγάλα ελλείμματα και η εκτίναξη του χρέους, αντί της αναμενόμενης μείωσης, ανατρέπουν πλήρως το σχέδιο για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, τουλάχιστον ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Ερωτηθείς σχετικά ο Πόουλ Τόμσεν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είπε ότι είναι πολύ νωρίς να γίνουν υπολογισμοί για τη βιωσιμότητα του χρέους, όσο διαρκεί η οικονομική κρίση της πανδημίας. Όμως, στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εντός του έτους θα πρέπει να γίνει η επικαιροποίηση της μελέτης βιωσιμότητας του χρέους, που αναμενόταν τον Ιούνιο αλλά πιθανότατα θα αναβληθεί λόγω της αβεβαιότητας. Όταν γίνουν οι νέοι υπολογισμοί, βέβαιο είναι ότι θα απαιτηθούν ακόμη πιο γενναιόδωρες διευθετήσεις από τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών. Το μόνο που μένει ανοικτό προς διαπραγμάτευση είναι ο προσδιορισμός των νέων υποχρεώσεων που θα αναλάβει η Ελλάδα για να εξασφαλίσει αυτές τις διευθετήσεις.