Αισιόδοξος για συνολική λύση για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα του ESM με μία «αξιόπιστη» συνολική λύση, εμφανίστηκε σήμερα πρόεδρος του Euroworking Group, Xανς Φάιλμπριφ.
Mιλώντας σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, ο κ. Φάιλμπριφ εκτίμησε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στον δρόμο της ανάκαμψης», εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε στην αρχή της εξόδου της χώρας από το πρόγραμμα και σε καμία περίπτωση οι αποφάσεις δεν θα μετατεθούν στο Eurogroup του Ιουλίου.
Σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι με το ΔΝΤ, ο πρόεδρος του Εuroworking Group ανέφερε ότι παραμένει η διαφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για το ύψος της αναγκαίας ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Σημείωσε, ωστόσο, ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τόσο στην ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, όσο και στη μεταμνημονιακή εποχή, με τεχνική μορφή. Ο ίδιος τόνισε ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA), πάνω στην οποία θα βασιστούν οι αποφάσεις, θα είναι έτοιμη την 21η Ιουνίου, ενώ για το DSA του ΔΝΤ εκτίμησε ότι θα περιληφθεί στην έκθεση του άρθρου 4 του Ταμείου.
Στη συνέχεια, ο κ. Φάιλμπριφ επισήμανε, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ότι εφόσον η Ελλάδα εκπληρώσει τα 88 προαπαιτούμενα της τελευταίας αξιολόγησης, θα ακολουθήσει μία σημαντική εκταμίευση, η τελευταία δόση των δανείων, ύψους 11-12 δισ. ευρώ. Η τελική δόση των δανείων θα είναι σημαντική, προκειμένου να αυξηθεί το ταμειακό απόθεμα που δημιουργείται για την Ελλάδα.
Για τη μεταμνημονιακή εποχή, ο πρόεδρος του Εuroworking Group υπογράμμισε ότι η Ελλάδα θα υπαχθεί στη λεγόμενη «ενισχυμένη εποπτεία» (Εnhanced Surveillance), η οποία προβλέπει αξιολογήσεις των συμφωνηθέντων τέσσερις φορές τον χρόνο. Όπως υποστήριξε, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που έλαβε μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και ως εκ τούτου η εποπτεία, μετά το πρόγραμμα, θα είναι πιο ενισχυμένη σε σχέση με τις άλλες πρώην μνημονιακές χώρες.
Ερωτηθείς ποιά είναι η βασική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα τα πρώτα δύο χρόνια μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα, ο κ. Φάιλμπριφ απάντησε ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά και η πολιτική σταθερότητα και να μην υπάρξουν «πισωγυρίσματα» στη μεταρρυθμιστική πολιτική.