Τράπεζες

Αρνητικά επιτόκια μέχρι... να σβήσει ο ήλιος


Οι τράπεζες κερδίζουν, δεν χάνουν από τα αρνητικά επιτόκια, απαντούν στους Γερμανούς επτά οικονομολόγοι της ΕΚΤ

Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που έχει προκαλέσει, ιδιαίτερα στην Γερμανία, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δηλώνει με όλους τους τρόπους ότι δεν σκοπεύει να την εγκαταλείψει σύντομα, ενώ οι οικονομολόγοι της δίνουν πειστικές τεχνοκρατικές απαντήσεις στην (γερμανική, κυρίως) κριτική περί των υποτιθέμενων δυσμενών συνεπειών των αρνητικών επιτοκίων στο τραπεζικό σύστημα

Το γεγονός ότι η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων ήλθε (επί ημερών Ντράγκι) για να μείνει αρκετά επιβεβαίωσε στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου ως πρόεδρος της ΕΚΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι θα διατηρήσει τα αρνητικά επιτόκια μέχρι να πλησιάσει ο πληθωρισμός στο στόχο (κοντά αλλά όχι πάνω από 2%), η Λαγκάρντ ερωτήθηκε αν θεωρεί ικανοποιητική την, προβλεπόμενη από την ΕΚΤ, αύξηση του πληθωρισμού στο 1,7%, το 2021, και απάντησε αρνητικά. Με βάση αυτή την απάντηση, η αγορά έχει «κλειδώσει» την εκτίμηση ότι τα αρνητικά επιτόκια θα διατηρηθούν, πιθανότατα, και το 2022, ώστε ο πληθωρισμός να πλησιάσει ακόμη πιο κοντά, και με πιο βιώσιμο τρόπο, στο 2%.

Την ίδια στιγμή, επτά οικονομολόγοι της ΕΚΤ, σε ειδική έκθεση* που συνέταξαν απολογιστικά για την πρώτη 20ετία της κεντρικής τράπεζας (τέθηκε επίσημα σε λειτουργία το 1999), βρίσκουν την ευκαιρία για να δώσουν σημαντικές τεχνικές απαντήσεις, σε όσους επικρίνουν την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, με το βασικό επιχείρημα ότι επιβαρύνουν σοβαρά τις τράπεζες και, επιπλέον, ότι υπάρχει κίνδυνος οι τράπεζες να σταματήσουν να χορηγούν νέα δάνεια, αν το επιτόκιο μειωθεί σε τέτοιο επίπεδο, που να καθιστά ασύμφορη τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Οι τράπεζες κέρδισαν από τα αρνητικά επιτόκια

Για το πρώτο επιχείρημα, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ παραθέτουν πλήθος στοιχείων, που δείχνουν ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης όχι μόνο δεν ζημιώθηκαν, αλλά ωφελήθηκαν από τα αρνητικά επιτόκια. Η απόδοση του ενεργητικού τους, τονίζουν, αυξήθηκε κατά την περίοδο των αρνητικών επιτοκίων, τόσο κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη, όσο και στις περισσότερες χώρες μέλη. Επιπλέον, τα έσοδα τόκων, μετά και τον υπολογισμό των τόκων που πλήρωναν στην ΕΚΤ για τις καταθέσεις τους (αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων), ήταν κατά μέσο όρο αυξημένα, όπως και στις περισσότερες χώρες, με εξαίρεση Γαλλία και Ιταλία. Επίσης, σημειώθηκε σε όλες τις χώρες, χάρη στην επιτάχυνση της ανάπτυξης που προκάλεσαν τα αρνητικά επιτόκια, σημαντική μείωση των προβλέψεων για μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Από αυτό ωφελήθηκαν και οι τράπεζες των χωρών του πυρήνα της ευρωζώνης (σ.σ.: όπως η Γερμανία), παρότι οι τράπεζές τους δεν είχαν μεγάλα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Όσο για το (γερμανικό, κυρίως) επιχείρημα ότι τα αρνητικά επιτόκια ενθαρρύνουν την αλόγιστη χορήγηση δανείων και μπορεί να δημιουργήσουν «φούσκες», οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ απαντούν, με στοιχεία, ότι στην Ιταλία και την Ισπανία δεν υπήρξαν τέτοιες εξελίξεις, ενώ στην Γερμανία και την Γαλλία οι πιστώσεις αυξήθηκαν λίγο περισσότερο από όσο αυξάνονταν στην εποχή των θετικών επιτοκίων.

Σχετικά με τον -θεωρητικό- κίνδυνο να σταματήσουν να χορηγούν δάνεια οι τράπεζες, αν φθάσουμε στο λεγόμενο «επιτόκιο αναστροφής» (reversal rate), πέραν του οποίου τα δάνεια θα προκαλούν στις τράπεζες ζημιές, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ το αποδομούν, κατασκευάζοντας μοντέλα, που δείχνουν πώς θα συμπεριφερόνταν οι τράπεζες, αν μειωνόταν ακόμη χαμηλότερα το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, φθάνοντας και στο -1%. Το συμπέρασμά τους είναι ότι και τόσο βαθιά αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων οι τράπεζες θα συνέχιζαν να δανείζουν, συνεπώς η όλη συζήτηση περί του reversal rate έχει μόνο θεωρητική αξία.

*A tale of two decades: the ECB’s monetary policy at 20: Massimo Rostagno, Carlo Altavilla, Giacomo Carboni, Wolfgang Lemke, Roberto Motto, Arthur Saint Guilhem, Jonathan Yiangou

 

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις