Να αναπληρώσει τα στρατηγικά της αποθέματα αργού με φθηνό πετρέλαιο από τη Ρωσία επιδιώκει η Κίνα, σε μία ένδειξη της ενίσχυσης των ενεργειακών δεσμών του Πεκίνου με τη Μόσχα τη στιγμή ακριβώς που η Ευρώπη κινείται προς την επιβολή σταδιακού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο.
Η Κίνα βρίσκεται σε συνομιλίες με τη Ρωσία για την αγορά πρόσθετων προμηθειών πετρελαίου, μετέδωσε την Πέμπτη το πρακτορείο Bloomberg News επικαλούμενο πρόσωπα που έχουν γνώσει των σχετικών συζητήσεων.
Το αργό θα χρησιμοποιηθεί για να γεμίσει τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου της Κίνας, και συνομιλίες διεξάγονται σε επίπεδο κυβερνήσεων με τη μικρή απευθείας συμμετοχή πετρελαϊκών εταιριών, σύμφωνα με το πρακτορείο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου λίγο μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει ένα σταδιακό εμπάργκο, ωθώντας περισσότερα φορτία με ρωσικό πετρέλαιο προς την Ασία, -αν και επί του παρόντος δεν έχει κατορθώσει να υπερκεράσει τις αντιδράσεις της Ουγγαρίας.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει προειδοποιήσει ότι με το εγκαταλείψει τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό, η Ευρώπη κινδυνεύει να πληρώσει τις πιο ακριβές τιμές ενέργειας στον κόσμο, προσθέτοντας ακόμα πως ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι αδύνατο να αντικαταστήσουν πλήρως το ρωσικό πετρέλαιο.
«Οι ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν να επιβάλλουν νέες κυρώσεις στις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όλα αυτά οδηγούν σε πληθωρισμό, αλλά αντί να παραδεχτούν τα δικά τους λάθη, αναζητούν κάποιον να κατηγορήσουν», είπε ο Πούτιν εντός της εβδομάδας κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με ανθρώπους της πετρελαιοβιομηχανίας.
«Οι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να εγκαταλείψουν εντελώς τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους και είναι επίσης προφανές ότι ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπου το μερίδιο των ρωσικών υδρογονανθράκων είναι ιδιαίτερα υψηλό, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν θα μπορούν να εγκαταλείψουν την ενέργειά μας», ανέφερε ο Πούτιν, προσθέτοντας ότι οι αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση «και οι δηλώσεις για πλήρη παραίτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας έχουν ήδη προκαλέσει αύξηση των τιμών του πετρελαίου».