Πέντε χρόνια χρειάστηκε να περάσουν για να δικαιωθεί φορολογούμενη, στην οποία καταλογίστηκε τριπλάσιος φόρος εισοδήματος, για ένα λάθος που έγινε στη βεβαίωση των αποδοχών της.
Ταυτόχρονα η υπόθεση αποκάλυψε ότι η εταιρεία στην οποία εργάζονταν, άλλα ποσά παρακρατούμενου φόρου ανέγραφε στις βεβαιώσεις αποδοχών που έδινε στους υπαλλήλους της και άλλα ποσά δήλωνε και απέδιδε στην εφορία, με αποτέλεσμα να διενεργηθεί έλεγχος που αποκάλυψε διαφορές άνω των 750.000 ευρώ.
Το ζήτημα αυτό εγείρει γενικότερο θέμα και θα θα πρέπει οι φορολογούμενοι μισθωτοί να τσεκάρουν τις βεβαιώσεις αποδοχών που λαμβάνουν και ειδικότερα τα ποσά των αναλογούντων και παρακροατούμενων φόρων που αναγράφουν.
Η υπόθεση αφορά στη χρήση 2012 για την οποία υποβλήθηκε φορολογική δήλωση το έτος 2013. Η φορολογούμενη υπέβαλε τη δήλωσή της κανονικά και εμπρόθεσμα, στην οποία ανέγραψε ότι για το έτος 2012 το καθαρό φορολογητέο ποσό των αποδοχών της ανέρχεται σε 38.858,89 ευρώ, το ποσό φόρου που αναλογεί ανέρχεται σε 8.420,61 ευρώ, το ποσό φόρου που παρακρατήθηκε ανέρχεται σε 8.294,30 ευρώ και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης ανέρχεται σε 777,16 ευρώ.
Η Εφορία διασταύρωσε τα στοιχεία της φορολογούμενης με εκείνα που δήλωσε η εταιρεία στο taxisnet και διαπίστωσε τεράστια διαφορά. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην συγκεκριμένη εργαζομένη καταβλήθηκαν καθαρές αποδοχές ύψους 38.858,89 ευρώ, το ποσό του αναλογούντος φόρου ανέρχονταν σε 2.533,60 ευρώ και το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου σε 2.495,60 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, σε βάρος της φορολογούμενης καταλογίστηκε κύριος φόρος εισοδήματος ποσού 5.787,01 ευρώ, πλέον ειδική εισφορά αλληλεγγύης 549,41 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό πληρωμής 6.336,42 ευρώ.
Η υπάλληλος διαμαρτυρήθηκε στη ΔΟΥ προσκόμισε τη βεβαίωση των αποδοχών από την εταιρεία αλλά και την κίνηση του τραπεζικού της λογαριασμού για το έτος 2012, από τα οποία προέκυπτε το πραγματικό ύψος των καθαρών αμοιβών και ήταν ίδιο με εκείνο που η ίδια δήλωσε, αλλά επειδή τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην εφορία ήταν διαφορετικά, επέμεινε στον καταλογισμό του υψηλότερου φόρου.
Υπήρξε επίσης... πρόβλημα επικοινωνίας της εφορίας με την εταιρεία, γεγονός που δυσχέρανε την ταχεία επίλυση της υπόθεσης. Η μη ανταπόκριση της εταιρείας στα αιτήματα της εφορίας για την παροχή στοιχείων, θεωρήθηκε ύποπτη από τις φορολογικές αρχές. Αν η εταιρεία δήλωσε λιγότερο παρακρατούμενο και άρα αποδιδόμενο φόρο για το 2012, έχει συνέπειες και προφανώς ήθελε να τις αποφύγει, και για το λόγο αυτό κωλυσιεργούσε.
Έτσι στο πλαίσιο αυτό, και με αφορμή την υπόθεση της συγκεκριμένης υπαλλήλου, με τη διαφορά του πραγματικού παρακρατούμενου και δηλούμενου φόρου, διενεργήθηκε μερικός έλεγχος παρακρατούμενων φόρων και λοιπών φορολογιών από το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, και βρέθηκαν διαφορές στον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών και στην εισφορά αλληλεγγύης για την διαχειριστική περίοδο 1.01.2012 έως 31.12.2012, συνολικού ύψους 753.282,77 ευρώ (Φ.Μ.Υ. 679.122,37 ευρώ πλέον εισφορά αλληλεγγύης 74.160,40 ευρώ) πλέον των νομίμων προσαυξήσεων. Προφανώς ήταν γενικότερο το πρόβλημα και όχι μόνο με τη συγκεκριμένη υπάλληλο.
Κατόπιν αυτών η υπάλληλος προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών στις 31 Ιουλίου 2018 και η ΔΕΔ αποδέχτηκε στην προσφυγή της με την απόφασή της (4959/2018) που εκδόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2018.
Στο πλαίσιο αυτό, ο φόρος εισοδήματος του οικονομικού έτος 2013, (χρήση 2012) προσδιορίστηκε στα επίπεδα εκείνα που ανέγραφε η βεβαίωση αποδοχών ήτοι σε 2.533,60 ευρώ και το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου σε 2.495,60 ευρώ και όχι στο ποσό των 6.336,42 ευρώ.
Χρειάστηκε όμως να περάσουν πέντε χρόνια για να δικαιωθεί και να αποφύγει την πληρωμή επιπλέον φόρου περίπου 4.000 ευρώ.