Ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, καθώς ο πρωθυπουργός της χώρας Σεμπαστιάν Λεκορνί υπέβαλε την παραίτησή του στον Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος την έκανε δεκτή.
Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί από τη θέση του πρωθυπουργού της Γαλλίας, μόλις 27 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αναδεικνύει την ένταση της πολιτικής κρίσης που πλήττει τη χώρα. Η απόφαση αυτή, που ήρθε αμέσως μετά την ανακοίνωση του νέου υπουργικού συμβουλίου, προκάλεσε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις, εντείνοντας τις ανησυχίες για τη δημοσιονομική πορεία της Γαλλίας.
Η παραίτηση του Λεκορνί, ο οποίος ήταν ο πέμπτος πρωθυπουργός της Γαλλίας σε δύο χρόνια, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής αστάθειας. Η χώρα αντιμετωπίζει μια κατακερματισμένη βουλή, χωρίς σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εφαρμογή συνεκτικών οικονομικών πολιτικών. Η αποτυχία του προϋπολογισμού του προκατόχου του, Φρανσουά Μπαϊρού, οδήγησε σε πολιτική κρίση και στην ανάγκη για νέες εκλογές, οι οποίες δεν απέφεραν σαφή αποτελέσματα.
Η οικονομική αντίδραση στις πολιτικές εξελίξεις ήταν άμεση και έντονη. Ο δείκτης CAC 40 στο χρηματιστήριο του Παρισιού σημείωσε πτώση 1,8% (στις 11.10 π.μ. ώρα Ελλάδος), ενώ το ευρώ υποχώρησε κατά 0,75 σεντ έναντι του δολαρίου, φτάνοντας τα 1,166 δολάρια. Οι αποδόσεις των γαλλικών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν, με την απόδοση των 10ετών τίτλων να φτάνει το 3,59%, το υψηλότερο επίπεδο από την κρίση χρέους της ευρωζώνης. Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των γαλλικών και γερμανικών ομολόγων διευρύνθηκε στις 88 μονάδες βάσης, υποδηλώνοντας αυξημένο επενδυτικό ρίσκο.
Η Γαλλία αντιμετωπίζει σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις, με το δημόσιο χρέος να παραμένει σε υψηλά επίπεδα και τον προϋπολογισμό του 2025 να είναι αβέβαιος. Ο Λεκορνί είχε προτείνει την επιβολή φόρου σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, εξαιρώντας όμως τις επιχειρηματικές επενδύσεις, προκειμένου να περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ωστόσο, η έλλειψη κοινοβουλευτικής υποστήριξης καθιστά δύσκολη την υλοποίηση τέτοιων μέτρων.
Η πολιτική αστάθεια έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, καθώς αποτρέπει την εφαρμογή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Η αβεβαιότητα αποθαρρύνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.