Δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ οι αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών αναφορικά με την παράταση στην καταβολή της πρώτης δόσης αλλά και της εφάπαξ πληρωμής της επιστρεπτέας προκαταβολής.
Η πληρωμή της πρώτης από τις 60 άτοκες δόσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής, όπως είχε ανακοινωθεί από το ΥΠΟΙ, μετατίθεται για τις 30 Ιουνίου 2022, ενώ η εφάπαξ καταβολή του συνόλου του επιστρεπτέου ποσού, παρατείνεται χρονικά έως τις 31 Μαρτίου 2022.
Η χρονική μετακύλιση των πληρωμών δίνει μια βαθιά ανάσα σε χιλιάδες επαγγελματίες και επιχειρηματίες, καθώς επίσης και τη δυνατότητα σε πολλούς εξ’ αυτών, να αποπληρώσουν εφάπαξ το ποσό, κερδίζοντας έκπτωση 15%.
Ποια ποσά επιστρέφονται
Το επιστρεπτέο ποσό, βάσει της υπουργικής απόφασης, δεν επιστρέφεται για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν αποδεδειγμένα από τις πρόσφατες πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν σε περιοχές της ελληνικής επικράτειας από την 1η Μαΐου έως και τις 2 Σεπτεμβρίου 2021, βάσει σχετικών βεβαιώσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Από κει και πέρα ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Για επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη εργασιών πριν την 1η Ιανουαρίου 2019, δεν άνοιξαν υποκατάστημα από την 1η Απριλίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 και έχουν θετικά ακαθάριστα έσοδα το 2019:
αα) Επιστροφή μόνο ποσοστού 25% της ενίσχυσης, εφόσον η μείωση των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών του 2020 της επιχείρησης ξεπερνάει το 70% σε σχέση με τα έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών του 2019 και η επιχείρηση παρουσιάζει ζημίες προ φόρων το 2020 και εφόσον τηρήθηκε η υποχρέωση της παρ. 1 του σχετικού άρθρου με τις υποχρεώσεις των δικαιούχων (διατήρηση επιπέδου απασχόλησης).Ειδικά οι εταιρείες Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και Κ.Τ.Ε.Λ. δεν απαιτείται να πληρούν το κριτήριο της ζημίας προ φόρων.
ββ) Επιστροφή μόνο ποσοστού 33,3% της ενίσχυσης, εφόσον η μείωση των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών του 2020 της επιχείρησης ανέρχεται τουλάχιστον σε 30% και ως 70% σε σχέση με τα έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών του 2019 και καταγράφει ζημίες προ φόρων το 2020 και εφόσον τηρήθηκε η υποχρέωση της παρ. 1 του σχετικού άρθρου της εκάστοτε απόφασης με τις υποχρεώσεις των δικαιούχων (διατήρηση επιπέδου απασχόλησης). Ειδικά οι εταιρείες Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και Κ.Τ.Ε.Λ. δεν απαιτείται να πληρούν το κριτήριο της ζημίας προ φόρων.
γγ) Επιστροφή μόνο ποσοστού 50% της ενίσχυσης, για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στις υποπερ. αα και ββ και εφόσον τηρήθηκε η υποχρέωση της παρ. 1 του σχετικού άρθρου της εκάστοτε απόφασης με τις υποχρεώσεις των δικαιούχων (διατήρηση επιπέδου απασχόλησης).
β) Για επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη εργασιών μετά την 1η Ιανουαρίου 2019 ή άνοιξαν υποκατάστημα από την 1η Απριλίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή έχουν μηδενικά ακαθάριστα έσοδα το 2019:
αα) Επιστροφή μόνο ποσοστού 25% της ενίσχυσης, εφόσον η μείωση των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών του 2020 της επιχείρησης ξεπερνάει το 30% σε σχέση με τα έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών του 2019 και η επιχείρηση παρουσιάζει ζημίες προ φόρων το 2020 και εφόσον τηρήθηκε η υποχρέωση της παρ. 1 του σχετικού άρθρου της εκάστοτε απόφασης με τις υποχρεώσεις των δικαιούχων (διατήρηση επιπέδου απασχόλησης). Ειδικά οι εταιρείες Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και Κ.Τ.Ε.Λ. δεν απαιτείται να πληρούν το κριτήριο της ζημίας προ φόρων.
ββ) Επιστροφή μόνο ποσοστού 33,3% της ενίσχυσης, για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στην υποπερ. αα και εφόσον τηρήθηκε η υποχρέωση της παρ. 1 του σχετικού άρθρου της εκάστοτε απόφασης με τις υποχρεώσεις των δικαιούχων(διατήρηση επιπέδου απασχόλησης).
Ειδικά για επιχειρήσεις που τηρούν διαφορετική χρήση από τη διαχειριστική χρήση που λήγει την 31η Δεκεμβρίου, για τις περιπτώσεις (α) και (β) ανωτέρω, για τον υπολογισμό των εσόδων και της ζημίας του φορολογικού έτους 2020 λαμβάνεται υπόψη η χρήση που λήγει από τις 01/07/2020 έως και τις 30/06/2021.
Για τον υπολογισμό των εσόδων του φορολογικού έτους 2019 λαμβάνεται υπόψη η χρήση που λήγει από τις 01/07/2019 έως και τις 30/06/2020.
Για την πλήρωση των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α και β το ύψος των εσόδων από πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών προκύπτει από τον κωδικό 500 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε3) φορολογικού έτους 2019 και 2020, αντίστοιχα.