Φρένο στις προσδοκίες για μειώσεις φόρων βάζει η Επιτροπή Πισσαρίδη, καθώς στο τελικό κείμενο της έκθεσης, σημειώνει, απλά, πως δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια.
Δεν κρίνει σκόπιμη τη μείωση των φόρων κατανάλωσης (ΦΠΑ) όπως και της φορολογίας των ακινήτων, αλλά προέχει η μείωση της φορολόγησης της εργασίας, ενώ εισηγείται τη μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους.
Μειώσεις φόρων θα υπάρξουν μόνο, αν μειωθούν οι δαπάνες του προϋπολογισμού και οι θεσμοί δεν πιέσουν για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι το μήνυμα που εκπέμπει η έκθεση των τεχνοκρατών, στους οποίους ανέθεσε η κυβέρνηση τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής των επομένων ετών.
Το μοναδικό περιθώριο για παρεμβάσεις στη φορολογία αφορά σε ανακατανομή φορολογικών βαρών, δηλαδή αυξομειώσεις φόρων, αλλά το τελικό αποτέλεσμα για τον κρατικό προϋπολογισμό να είναι το ίδιο.
Αναλυτικότερα, στην τελική έκθεση της Επιτροπής σημειώνεται πως «μεσοπρόθεσμα, η δυνατότητα μείωσης των συνολικών φορολογικών βαρών, θα εξαρτηθεί αφενός από την πορεία των δημόσιων δαπανών και αφετέρου από τους στόχους για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, όπως αυτοί θα συμφωνηθούν με τους πιστωτές, και στο πλαίσιο των κανόνων που θα ορισθούν για τα επόμενα χρόνια».
Προσθέτει, δε, ότι σε ένα βαθμό, θα επηρεαστεί και από το ύψος και τη διάρθρωση των πόρων που αναμένονται ως καθαρή εισροή από την ΕΕ για την περίοδο μετά το 2021.
Σε περισσότερο άμεσο ορίζοντα, σημειώνουν οι τεχνοκράτες, το περιθώριο μείωσης των φορολογικών εσόδων είναι υπαρκτό αλλά σχετικά μικρό και προσθέτουν τις προϋποθέσεις:
Αν και υπάρχει δυνατότητα για εξορθολογισμό του κόστους της δημόσιας διοίκησης και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα (που μπορεί να προκύψει, σε μεγάλο βαθμό, από την ταχύτερη υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών) και για εισροή αξιόλογων νέων πόρων ως επιδοτήσεις από την ΕΕ, με δεδομένη την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών και της ανάγκης περαιτέρω κάλυψης άλλων δαπανών από τη Γενική Κυβέρνηση, όπως δαπάνες υγείας και άλλες που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της πανδημίας, ο συνολικός στόχος για τα φορολογικά έσοδα δεν μπορεί να μειωθεί άμεσα κατά πολύ.
Ανακατανομές των φόρων
Αντίθετα, η Επιτροπή Πισσαρίδη, θεωρεί πως υπάρχει σημαντικό περιθώριο όσο και ανάγκη για αλλαγή της σύνθεσης των εσόδων και της δομής των φόρων, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις που υποβιβάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας.
Όπως σημειώνει, δεδομένης της σημερινής δομής του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, όπως και της δομής της ελληνικής οικονομίας, απόλυτη προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην ελάφρυνση του βάρους στη μισθωτή εργασία.
Υπερβολικά μεγάλο μέρος της εργασίας αφορά αυτοαπασχόληση, άτυπους τομείς της οικονομίας και εργασία με χαμηλά δηλωμένα εισοδήματα που εξαιρούνται από τη φορολογία, ενώ η επιβάρυνση από φόρους και εισφορές για εισοδήματα πάνω από τα χαμηλότερα είναι εξαιρετικά υψηλή.
Το κόστος αυτής της στρέβλωσης είναι σημαντικό διότι ο άτυπος τομέας γενικά δεν προσανατολίζεται στις εξαγωγές (εκτός όταν αφορά τουριστικές ή διασυνδεδεμένες υπηρεσίες εμπορίου) και συγχρόνως παγιδεύει αξιόλογο εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να διοχετευθεί προς τους περισσότερο δυναμικούς και εξαγωγικούς τομείς.
Δεδομένης της προτεραιότητας που πρέπει να δοθεί για μείωση της επιβάρυνσης της εργασίας, ενδεχόμενη μείωση των φόρων στην κατανάλωση (και ειδικότερα στον ΦΠΑ και στην περιουσία), δεν κρίνεται ως εξίσου σημαντική προτεραιότητα.
Η σχετική μετατόπιση του βάρους από την εργασία στην κατανάλωση θα πρέπει επίσης να συνδυαστεί με συστηματική ενίσχυση της υποστήριξης των αδύναμων νοικοκυριών με κατάλληλα επιδόματα στη χαμηλόμισθη εργασία όπως και μέσω ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Ο ΕΝΦΙΑ στους Δήμους
Ο φόροι στην ακίνητη περιουσία (ΕΝΦΙΑ) πρέπει να εξορθολογιστούν, να ενοποιηθούν και να περάσουν σταδιακά σε τοπικό επίπεδο. Η κατάργηση του «συμπληρωματικού φόρου» για τους ιδιώτες ιδιοκτήτης ακινήτων θα μειώσει τις έντονες στρεβλώσεις και θα ενισχύσει την αγορά ακινήτων, θεωρεί η Επιτροπή, ενώ συστήνει και τη συγκρότηση «μιας αξιόπιστης και ανεξάρτητης Αρχής για τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών ακινήτων» που θα είναι κρίσιμο να εναρμονίζονται με τις πραγματικές αξίες της αγοράς καθώς το σημερινό σύστημα δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα.
Περιβαλλοντικοί φόροι
Ειδικοί περιβαλλοντικοί φόροι θα μπορούσαν να έχουν σταδιακά υψηλότερο μερίδιο στο μείγμα των εσόδων. Η επιβολή νέων φόρων κατανάλωσης στα ορυκτά καύσιμα δεν κρίνεται σκόπιμη όμως, καθώς οι φόροι αυτοί είναι ήδη υψηλοί στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Δεδομένης της υψηλής επιβάρυνσης από υφιστάμενους φόρους, είναι σημαντικό οι περιβαλλοντικοί φόροι να αντικαθιστούν με διαφάνεια υπάρχοντες φόρους ή να επιστρέφονται στους φορολογούμενους ως εμφανής μείωση του φόρου εισοδήματος. Με αυτό τον τρόπο, τα κίνητρα για κατανάλωση φιλικότερων για το περιβάλλον προϊόντων θα ενισχυθούν, χωρίς επιπλέον φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Διεύρυνση της φορολογικής βάσης
Σημαντική προϋπόθεση για τη διατήρηση των φορολογικών εσόδων στο απαραίτητο επίπεδο με ταυτόχρονη ενίσχυση της παραγωγικής δραστηριότητας είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Σε αυτό θα συμβάλλει η κατάλληλη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και άλλων μέσων που ενισχύουν τη διαφάνεια και δημιουργούν τα κίνητρα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις να κινηθούν στην επίσημη και όχι στην άτυπη οικονομία.
Σε δραστηριότητες που εμφανίζουν συνολικά υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής μπορεί να εφαρμοστούν στοχευμένες πολιτικές μειωμένων φορολογικών συντελεστών για όσους συμμορφώνονται, προκειμένου να περιοριστεί το ανταγωνιστικό-φορολογικό πλεονέκτημα όσων δραστηριοποιούνται στην άτυπη οικονομία.
Η ισχυρή άνοδος των ηλεκτρονικών πληρωμών συνέβαλε στην άνοδο των εισπράξεων από ΦΠΑ, ωστόσο υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω ενίσχυση, καθώς η Ελλάδα παραμένει πολύ χαμηλά στην κατάταξη με βάση την αξία συναλλαγών με κάρτες ως ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης (4η χαμηλότερη στην ΕΕ με 18,4%, έναντι 36,7% κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2018, με βάση στοιχεία από την ΕΚΤ). Το ισχύον πλαίσιο μπορεί να ενισχυθεί εάν τα κίνητρα γίνουν θετικά (δηλαδή, μέσω επιβράβευσης όσων συναλλάσσονται με διαφανείς πληρωμές) και στοχευμένα (δηλαδή, σε επαγγέλματα και αγορές όπου υπάρχει καταρχήν υψηλότερη φοροδιαφυγή).
Τα θετικά αυτά κίνητρα, εφόσον είναι αρκετά ισχυρά και συστηματικά, μπορεί να έχουν σημαντικά θετικά αποτελέσματα ώστε να πληρώνουν σταδιακά περισσότερους φόρους τμήματα της οικονομίας που σήμερα πληρώνουν ελάχιστους αν και υπάρχουν υψηλά πραγματικά εισοδήματα.