Την έξοδο της οικονομίας από τη μακρά περίοδο υψηλών επιτοκίων δανεισμού προαναγγέλλει η Τράπεζα της Ελλάδος, τονίζοντας ότι τα επιτόκια έχουν σταθεροποιηθεί, ενώ «κατά το προσεχές διάστημα, η αναμενόμενη περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε γενικευμένη και συνεχή αποκλιμάκωση των εγχώριων επιτοκίων».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ στη νέα της έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, το μέσο επιτόκιο των τραπεζικών δανείων «έπιασε ταβάνι» τον Αύγουστο του 2023 στο 6,35%, ενώ τον Απρίλιο του 2024 είχε υποχωρήσει στο 5,98%. Η ΤτΕ εκφράζει αισιοδοξία ότι πλέον η χαλάρωση της νομισματικής από την ΕΚΤ θα φέρει αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.
Αυτό, όπως αναφέρει, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση δανείων. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι και η διαθεσιμότητα των επιχειρηματικών πιστώσεων θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται σε σημαντικό βαθμό από τα χαμηλότοκα δάνεια του RRF και από τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της ΕΑΤ και του Ομίλου ΕΤΕπ.
Στο κεφάλαιο της έκθεσης που αναφέρεται στις χρηματοπιστωτικές εξελίξεις, η ΤτΕ σημειώνει ότι τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας από το δ΄ τρίμηνο του 2023 σταμάτησαν να αυξάνονται και παρέμειναν κατ’ ουσίαν αμετάβλητα κατά το πρώτο τετράμηνο του 2024. Τo μεσοσταθμικό επιτόκιο στο σύνολο των καταθέσεων προθεσμίας των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το πρώτο τετράμηνο του 2024 σε 3,2%, κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο προς τα νοικοκυριά. Στη σημαντικότερη, σε όρους όγκου, κατηγορία καταθέσεων προθεσμίας, τις καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος, το επιτόκιο στην Ελλάδα το πρώτο τετράμηνο του 2024 ήταν 2,5%, κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Μετά από συνολική ετήσια αύξηση κατά 5,8 δισεκ. ευρώ το 2023, τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2024 το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική υποχώρηση κατά 4,2 δισεκ. ευρώ, η οποία ήταν εντονότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, και διαμορφώθηκε σε 190,7 δισεκ. ευρώ τον Απρίλιο του 2024. Παράλληλα, παρατηρήθηκε σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων των νοικοκυριών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου. Συνολικά, ο κύριος όγκος της καταθετικής βάσης των τραπεζών εξακολουθεί να απαρτίζεται από ρευστά διαθέσιμα που τηρούνται σε λογαριασμούς διάρκειας μίας ημέρας (74% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα).
To μεσοσταθμικό κόστος τραπεζικού δανεισμού των ΜΧΕ έχει σταθεροποιηθεί μετά τα μέσα του 2023 σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δεκαετίας, με διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών δανείων, καθώς σε κάποιες κατηγορίες δανείων έχουν παρατηρηθεί μειώσεις (π.χ. στα επιχειρηματικά δάνεια ύψους έως 250.000 ευρώ). To μεσοσταθμικό κόστος τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών παρουσίασε άνοδο κατά το 2023, αλλά μετά τις αρχές του τρέχοντος έτους υποχώρησε ελαφρά, αντανακλώντας κυρίως την εξέλιξη του μεσοσταθμικού επιτοκίου των στεγαστικών δανείων. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας ακολουθεί πτωτική τάση από τον Αύγουστο του 2023.
Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ αρχίζουν να μειώνονται πλέον, καθώς ο πληθωρισμός προσεγγίζει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για γενική μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η άνοδος των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα υπήρξε κατά κανόνα ηπιότερη, με συνέπεια η απόκλιση επιτοκίων δανεισμού μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ να έχει πλέον περιοριστεί σε λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα.
Επίσης, στην Ελλάδα, οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων υπήρξαν εν γένει πιο περιορισμένες σε σύγκριση με τα επιτόκια χορηγήσεων, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου να διαμορφώνεται άνω των 5,5 ποσοστιαίων μονάδων, δηλ. σε ιστορικά μέγιστο επίπεδο. Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών πιστώσεων προς τις ΜΧΕ, παρά την επιβράδυνση που εμφάνισε, διατηρήθηκε αρκετά υψηλός μέχρι το τέλος του 2023, ενώ το πρώτο τετράμηνο του 2024 επιταχύνθηκε, φθάνοντας σε 6,9% από 5,8% το Δεκέμβριο του 2023. Η επιτάχυνση
αυτή αντανακλά ανάκαμψη της ζήτησης χορηγήσεων κυρίως από πλευράς μεγάλων επιχειρήσεων ‒ μετά τη μείωση που είχε καταγράψει το 2023.
Επισημαίνεται ότι οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) αλλά και με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αντιπροσωπεύουν το 20% περίπου των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς ΜΧΕ για το πρώτο τετράμηνο του 2024.
Ο ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά έγινε λιγότερο αρνητικός το πρώτο τετράμηνο του 2024, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης επιτάχυνσης του ρυθμού ανόδου των καταναλωτικών δανείων, καθώς και του περιορισμού του ρυθμού συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων. Η πορεία των στεγαστικών δανείων επηρεάζεται θετικά από την άνοδο του δείκτη τιμών των κατοικιών και αρνητικά από την άνοδο των τραπεζικών επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια.