Μαζικούς ελέγχους σε καταθέσεις φορολογουμένων διενεργεί η Εφορία για την αποκάλυψη «μαύρου» και αδήλωτου χρήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα της ΑΑΔΕ εντοπίζει καθημερινά νέες σημαντικές περιπτώσεις απόκρυψης φορολογητέας ύλης και να επιβάλει τα ανάλογα πρόστιμα που φτάνουν περίπου στο 75% των «μαύρων» καταθέσεων.
Ενδιαφέρον έχει ωστόσο η νομολογία με την οποία προσδιορίζονται οι ύποπτες κινήσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς, με τα ποσά να ξεκινούν από τα 1.000 ευρώ. Ωστόσο στη διάρκεια του ελέγχου, ο φορολογούμενος μπορεί να κληθεί να εξηγήσει και καταθέσεις ποσών της τάξης των 50 ευρώ, ανάλογα με την υπόθεση.
Στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ έφθασε η υπόθεση ενός γιατρού και της συζύγου του, στους λογαριασμούς των οποίων οι ελεγκτές βρήκαν για το έτος 2012 καταθέσεις 162.208 ευρώ, που δεν δικαιολογούνταν από τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Από αυτές ο φορολογούμενος δικαιολόγησε το ποσό των 60.435 ευρώ και φορολογήθηκε για το υπόλοιπο των 101.773 ευρώ. Ο φόρος που καλείται τελικά να πληρώσει μαζί με πρόστιμα και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ανέρχεται σε 81.220 ευρώ! Από αυτό το ποσό αφαιρείται ο φόρος 5.674 ευρώ, που πλήρωσε με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα του έτους 2012.
Δηλαδή οι αδήλωτες καταθέσεις των 101.773 ευρώ, "κόστισαν" στον εν λόγω φορολογούμενο και στη σύζυγό του 75.658 ευρώ!
Στη συγκεκριμένη απόφαση της ΔΕΔ (1171/Ενδικοφανείς Προσφυγές/Αθήνα/2019) αναφέρονται επίσης και τα ποσά των καταθέσεων που θεωρούνται «μεγάλα» και άρα ύποπτα προς διερεύνηση, τόσο με βάση αποφάσεις του ΣτΕ όσο και με την φορολογική νομοθεσία.
Όπως αναφέρει συγκεκριμένα, «Επομένως η διαπίστωση προσαύξησης περιουσίας πρέπει να εδράζεται σε «μεγάλα ποσά» (ΣτΕ 884/2016) για τα οποία ο φορολογούμενος οφείλει να γνωρίζει την πηγή προέλευσής τους. Η έννοια «μεγάλα ποσά» εξειδικεύεται κατά περίπτωση ανάλογα με το προφίλ και την οικονομική δυνατότητα του φορολογουμένου και ως εκ τούτου η διαπιστωθείσα προσαύξηση περιουσίας πρέπει να κρίνεται όχι μόνο με βάση συγκεκριμένο ύψος κατάθεσης, αλλά και από την συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων, όπως το επάγγελμά του, το είδος των εισοδημάτων του, την περιοδικότητα των καταθέσεών του, το πλήθος των συνδικαιούχων εκάστου λογαριασμού κλπ το δε τιθέμενο όριο καταθέσεων πάνω από το οποίο θα πρέπει να ζητείται από τον φορολογούμενο συγκεκριμένη αιτιολογία της κάθε μίας κατάθεσης πρέπει να είναι τέτοιο, που ο φορολογούμενος ουσιαστικά να μην υποχρεώνεται στα αδύνατα.
Ακόμη προσθέτει ότι με απόφαση της φορολογικής υπηρεσίας έγινε δεκτό ότι δεν αποτελεί «μεγάλο ποσό» το όριο των 1.000,00 ευρώ αν πρόκειται για καταθέσεις σε ατομικό λογαριασμό, εφαρμοζόμενο όμως και επί του υπολοίπου της κατάθεσης που απομένει μετά την μερική αιτιολόγησή της, ενώ αν πρόκειται για κοινό λογαριασμό με τρεις συνδικαιούχους, δεν αποτελεί «μεγάλο ποσό» το ποσό των 3.000,00 ευρώ.
Προσδιορισμός καθαρού φορολογητέου εισοδήματος
Η ΔΕΔ εξηγεί επίσης τη μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση τους ελέγχους των καταθέσεων και τα ευρήματά τους.
Το καθαρό φορολογητέο εισόδημα, με την εφαρμογή μεθόδων εμμέσου προσδιορισμού, προκύπτει από την άθροιση της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης, όπως αυτή προσδιορίζεται με τις τεχνικές ελέγχου, ενώ η επιλογή του τελικού προσδιορισθέντος καθαρού φορολογητέου εισοδήματος γίνεται ως εξής:
- Κατ αρχάς, προσδιορίζεται το συνολικό καθαρό φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου από όλες τις πηγές/κατηγορίες εισοδήματος με τις γενικές φορολογικές διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν σε κάθε ελεγχόμενη/νο διαχειριστική περίοδο/φορολογικό έτος.
- Στην συνέχεια, προσδιορίζεται το συνολικό καθαρό φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου από όλες τις πηγές/κατηγορίες εισοδήματος με τις τεχνικές ελέγχου της παρούσας απόφασης, όπως αναφέρεται παραπάνω
- Συγκρίνονται, ανά φορολογική περίοδο, τα αποτελέσματα των δύο προσδιορισμών και ως τελικό φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου λαμβάνεται το μεγαλύτερο.