Στο απυρόβλητο είναι οι ύποπτες καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες του έτους 2014 και των προηγούμενων ετών, ενώ στο επίκεντρο των ελέγχων της Εφορίας είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί του έτους 2015 και μετά.
Η ΑΑΔΕ δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, από την 31η Δεκεμβρίου 2014 και πίσω, καθώς έχουν παραγραφεί.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που από τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου, έχει εντοπίσει από άλλες πηγές, αδήλωτες καταθέσεις εκατομμυρίων ευρώ, δεν μπορεί να καταλογίσει φόρους πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Αιτία της «ασυλίας» που απολαμβάνουν οι καταθέσεις του έτους 2014 και προγενέστερα, είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ορίζει αυστηρά την περίοδο της παραγραφής στην πενταετία ακόμη και αν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς προκύπτει μεγάλη φοροδιαφυγή.
Ειδικότερα, το Β΄ τμήμα του ΣτΕ με την υπ. αριθμ. 271/2020 απόφασή του, ακύρωσε απόφαση (4668/2017) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κάνει αποδεκτό τον ισχυρισμό της Εφορίας ότι οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» του φορολογικού ελέγχου και άρα ορθώς επεκτάθηκε στη δεκαετία η περίοδος της παραγραφής.
Όμως το ΣτΕ, επικαλούμενο και παλαιότερες αποφάσεις έκρινε, ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», αλλά πρόκειται για δεδομένα τα οποία είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να τα ελέγξουν εντός της πενταετίας.
«Συμπληρωματικά» είναι τα στοιχεία εκείνα, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να είναι σε γνώση των φορολογικών αρχών και προκύπτουν εκ των υστέρων όπως είναι π.χ. πλαστά και εικονικά τιμολόγια, διπλά βιβλία, αλλά όχι οι τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών ανά πάσα στιγμή.
Ο Big Brother των καταθέσεων
Οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών αποτελούν το βασικό στοιχείο των φορολογικών ελέγχων που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια, καθώς είναι σχετικά εύκολος ο εντοπισμός κρυμμένων, από την Εφορία, εισοδημάτων.
Ο έλεγχος γίνεται από το «Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής/οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά/οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.
Το σύστημα εντοπίζει και επεξεργάζεται μόνο τα στοιχεία πρωτογενών καταθέσεων, δηλαδή των ποσών που εμφανίζονται για πρώτη φορά κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου, ενώ έχει τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα προς διασταύρωση στοιχεία μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου, δάνεια και αντιλογισμούς.
Μέσω αυτοματοποιημένων λογιστικών αλγορίθμων, το σύστημα μπορεί να συσχετίζει τα στοιχεία των πρωτογενών καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα μέσα σε λίγη ώρα, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες ενδείξεις πιθανής φοροδιαφυγής, που αποτελούν το έναυσμα για τον ενδελεχή φορολογικό έλεγχο.