Σε πολιτικό θρίλερ μετατρέπεται η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, καθώς η Αθήνα αντιμετωπίζει ισχυρή πίεση για τροποποιήσεις του σχεδίου της με αυστηρούς «κόφτες», οι οποίοι θα θέτουν εκτός προστατευτικών ρυθμίσεων τους περισσότερους εμπόρους και επαγγελματίες.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μάλιστα, αν γίνουν δεκτές αυτές οι προτάσεις, η περίμετρος των μικρών επιχειρηματικών δανείων με προσημείωση πρώτης κατοικίας θα κλείσει από τα 2 δισ. ευρώ στα 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή θα μείνουν… απροστάτευτα τρία στα τέσσερα δάνεια αυτής της κατηγορίας.
Οι πληροφορίες από την ως τώρα εξέλιξη της διαπραγμάτευσης δημιουργούν ανησυχίες ακόμη και για το ενδεχόμενο να μην κλείσει η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση στο Eurogroup της 5ης Απριλίου, για να εγκριθεί η εκταμίευση 970 εκατ. ευρώ προς την Αθήνα.
Πολιτικά ρίσκα
Η κυβέρνηση δεν έχει μεν ανάγκη το ποσό αυτό, που προέρχεται από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα και την ελάφρυνση του επιτοκίου του δανείου του δεύτερου μνημονίου, καθώς διατηρεί μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας, ιδιαίτερα μετά και τις δύο εκδόσεις ομολόγων του τελευταίου διαστήματος.
Όμως, δεν παύει να είναι πολιτικά προβληματική μια νέα αναβολή των αποφάσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, όχι μόνο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να διαταραχθεί το καλό κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα στις αγορές, αλλά και επειδή θα έχει υψηλό ρίσκο η μετάθεση των αποφάσεων στο Eurogroup της 16ης Μαΐου, δηλαδή μόλις δέκα ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές.
Εξάλλου, η ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης συνδέεται και με έναν άλλο πολιτικό στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση και προβάλλεται εμφατικά, ενόψει των ευρωεκλογών: να εγκρίνει το Eurogroup τη μερική αποπληρωμή δανείων που έχει λάβει η χώρα από το ΔΝΤ, ώστε να επιβεβαιωθεί το αφήγημα της απομάκρυνσης από το καθεστώς της αυστηρής εξωτερικής εποπτείας της οικονομίας.
Το σοβαρό πολιτικό πρόβλημα που αναδεικνύεται από τις συζητήσεις των προηγούμενων ημερών αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας εμπόρων και επαγγελματιών.
Για την κυβέρνηση, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα να ενταχθούν, για πρώτη φορά, οι ασθενέστεροι από τους έχοντας πτωχευτική δυνατότητα σε ένα προστατευτικό πλαίσιο για την πρώτη τους κατοικία, καθώς αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο του νέου νόμου που θα μπορεί να προβληθεί ως μια βελτίωση στο άρθρο 9 του νόμου Κατσέλη, η ισχύς του οποίου έχει λήξει από τις 28 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μπροστά στην επιμονή της κυβέρνησης να εντάξει για πρώτη φορά εμπόρους και επαγγελματίες σε καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έκαναν μια υποχώρηση, αποδεχόμενοι επί της αρχής το μέτρο.
Όμως, αναδιπλώθηκαν σε μια δεύτερη γραμμή άμυνας και πλέον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, δευτερευόντως, από την Κομισιόν εκπορεύονται προτάσεις «διορθωτικών» αλλαγών στο σχέδιο, που έχουν στόχο να ακυρώσουν επί της ουσίας την προστασία που θα έχουν οι έμποροι και επαγγελματίες.
Οι νέοι «κόφτες»
Το βασικό επιχείρημα από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών είναι ότι για αυτή την κατηγορία δανειοληπτών, η οποία χαρακτηρίζεται από εξόχως υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, δεν είναι αρκετά τα εισοδηματικά και περιουσιακά «φίλτρα» που έχει προβλέψει η κυβέρνηση και αφήνονται περιθώρια να εκμεταλλευθούν καταχρηστικά την προστασία στρατηγικοί κακοπληρωτές και φοροφυγάδες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι προτείνεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να ισχύσει διαφορετικό όριο αντικειμενικής αξίας κατοικίας για τους εμπόρους και επαγγελματίες, το οποίο θα είναι 40% χαμηλότερο από αυτό που θα ισχύσει για τους υπόλοιπους δανειολήπτες και δεν θα ξεπερνά τα 150.000 ευρώ.
Επιπλέον, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο το «κόψιμο» εμπόρων και επαγγελματιών, οι θεσμοί πιέζουν για καθιέρωση πολύ πιο αυστηρών περιουσιακών ορίων, έχοντας ήδη επιτύχει τη συμπίεση σε αρκετά χαμηλά επίπεδα των εισοδηματικών ορίων (αρχικά η κυβέρνηση τα τοποθετούσε 70% πάνω από τις «αντικειμενικές» δαπάνες διαβίωσης, αλλά αυτή η προσαύξηση απαλείφθηκε και πλέον το αρχικό εισοδηματικό όριο -για τον άγαμο- έχει περιορισθεί σε 13.000 ευρώ).
Για παράδειγμα, ζητείται οι καταθέσεις ή άλλες επενδύσεις κινητών αξιών να μην υπερβαίνουν το 20% του υπολοίπου του δανείου, δηλαδή τα 26.000 ευρώ, ενώ η κυβέρνηση είχε τοποθετήσει τον «πήχη» στο 50%, δηλαδή στα 65.000 ευρώ. Επίσης, προτείνεται η αξία των λοιπών ακινήτων (εκτός της πρώτης κατοικίας) να μην ξεπερνά το ύψος του δανείου της πρώτης κατοικίας, δηλαδή τα 130.000 ευρώ, ενώ η κυβέρνηση ανέβαζε το ποσό στα 260.000 ευρώ.
Ένας επιπλέον «κόφτης» που ζητείται να εισαχθεί αφορά το χρόνο διακοπής της εξυπηρέτησης του δανείου. Με βάση την αρχική πρόταση της κυβέρνησης, θα προστατεύονταν δάνεια που έπαψαν να εξυπηρετούνται από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2018 και είχαν περάσει σε τρίμηνη καθυστέρηση στα τέλη Δεκεμβρίου. Οι δανειστές ζητούν να περιληφθούν δάνεια που είχαν περάσει σε τρίμηνη καθυστέρηση ως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2018, δηλαδή σταμάτησαν να πληρώνονται δόσεις από τα τέλη Ιουνίου, ώστε να εξαιρεθούν οι «πονηροί» που προγραμμάτισαν το «κοκκίνισμα» των δανείων τους, γνωρίζοντας ότι θα έλθει νέα ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Με όλους αυτούς τους «κόφτες» που προτείνονται, εκτιμάται ότι όχι μόνο θα εξαιρεθούν τα περισσότερα δάνεια εμπόρων και επαγγελματιών, αλλά θα περιορισθεί αισθητά η προστασία και στα υπόλοιπα δάνεια, με αποτέλεσμα να κλείσει η περίμετρος της προστασίας σε συνολικό υπόλοιπο δανείων πολύ χαμηλότερο από το αρχικά εκτιμώμενο ποσό των 11 δισ. ευρώ.