Δεν χρειάσθηκε μνημόνιο αυτή την φορά η Ελλάδα, για να «σταθεί» στη νέα οικονομική κρίση που δημιούργησε η πανδημία, όμως η χώρα μπήκε στον… αναπνευστήρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αύξησε το 2020 τη ρευστότητα που διοχετεύει στην ελληνική οικονομία κατά 212,5%, με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης που έχει αρνητική θέση στο σύστημα πληρωμών της ΕΚΤ.
Η «αφανής» διάσωση της ελληνικής οικονομίας από την ΕΚΤ άρχισε τον περασμένο Μάρτιο, όταν ανακοίνωσε το πλέγμα μέτρων στήριξης της ευρωζώνης, με αγορές κρατικών ομολόγων και παροχή μακροπρόθεσμης ρευστότητας στις τράπεζες. Για πρώτη φορά, η Ελλάδα περιλήφθηκε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία (PEPP) ενώ έγιναν επίσης δεκτά για αναχρηματοδότηση τα κρατικά ομόλογα της χώρας, παρότι έχουν βαθμολογία junk (σκουπίδια) από τους οίκους αξιολόγησης.
Το… αόρατο χέρι της ΕΚΤ έκανε ένα μικρό θαύμα, απελευθερώνοντας τεράστια ποσά ρευστότητας προς την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, κάτι που αποτυπώνεται στα στοιχεία που δημοσίευσε η κεντρική τράπεζα για τα ανοίγματα της Ελλάδας στο σύστημα πληρωμών Target, μέσα από το οποίο περνούν όλες οι διατραπεζικές συναλλαγές στην ευρωζώνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο τέλος του 2019, οι υποχρεώσεις της Ελλάδας στο σύστημα Target είχαν μειωθεί στα 25,7 δισ. ευρώ, ενώ στο τέλος του 2011 πλησίαζαν τα 105 δισ. ευρώ, επειδή η ΕΚΤ κρατούσε στη ζωή τις ελληνικές τράπεζες μέσω της έκτακτης χορήγησης ρευστότητας, το γνωστό μηχανισμό ELA (Emergency Liquidity Assistance). Αυτή η μείωση ήταν αποτέλεσμα της βελτίωσης της ρευστότητας των τραπεζών, που τους επέτρεψε να επιστρέψουν στην ΕΚΤ τη ρευστότητα του ELA.
Μέσα στο 2020, όμως, ήλθε η δραματική ανατροπή των οικονομικών συνθηκών με την πανδημία και το άνοιγμα της χώρας στο σύστημα Target ξεπέρασε στο τέλος Δεκεμβρίου τα 80 δισ. ευρώ (ανήλθε, για την ακρίβεια, σε 80,3 δισ. ευρώ), εμφανίζοντας μια θεαματική αύξηση κατά 212,5% σε ετήσια βάση. Καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης δεν παρουσίασε τέτοια μεταβολή. Η Ιταλία, σταθερός «πελάτης» της ευρωζώνης για παροχή ρευστότητας, είχε μια αύξηση του δικού της ανοίγματος κατά 17,4%, ενώ στην Ισπανία η αύξηση ήταν κατά 27,4%.
Το συνολικό ποσό των 80,3 δισ. ευρώ που χρωστάει η χώρα στις πλεονασματικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος αφορά, περίπου ισομερώς, τις αγορές ελληνικών κρατικών τίτλων από την ΕΚΤ και τις χρηματοδοτήσεις των τραπεζών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και αρνητικά επιτόκια. Αυτή, όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, είναι και η μεγάλη ποιοτική διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις αύξησης των ανοιγμάτων στο Target: δεν αφορούν πλέον ρευστότητα που παρέχεται με σχετικά υψηλό επιτόκιο μέσω του ELA, αλλά ρευστότητα που κατεβάζει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και επιτρέπει στις τράπεζες να εγγράφουν κέρδη από τα αρνητικά επιτόκια.
Ειδικότερα, η χρηματοδότηση των τραπεζών σε μακροπρόθεσμη βάση (πρόγραμμα PELTRO) έφθασε στα τέλη του 2020 τα 40 δισ. ευρώ. Αυτή η παροχή επέτρεψε στις τράπεζες να περνούν αυτή την κρίση χωρίς την παραμικρή ανησυχία για τη ρευστότητά τους, ενώ στην προηγούμενη μεγάλη κρίση «μάτωναν» από τεράστιες εκροές καταθέσεων και τις κάλυπταν με υψηλό κόστος από τον ELA. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι τράπεζες εμφάνισαν το 2020 δείκτη κάλυψης ρευστότητας που ξεπέρασε το 100%. Επιπλέον, τα δάνεια αρνητικού επιτοκίου στηρίζουν την κερδοφορία τους, σε μια περίοδο έντονων πιέσεων από πολλές πλευρές. Το μόνο πρόβλημα, που έχει επισημάνει και η Τράπεζα της Ελλάδος -και δεν είναι ασήμαντο…- είναι ότι αυτή η πρωτοφανής ρευστότητα από την ΕΚΤ δεν προκάλεσε ανάλογη αύξηση και στις χορηγήσεις δανείων στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές ομολόγων, το έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία είναι σαφές ότι έχει σώσει την Ελλάδα από μια επανάληψη της κρίσης του 2010. Τον Μάρτιο, τα επιτόκια δανεισμού είχαν εκτιναχθεί σε επίπεδο που οδηγούσε στον αποκλεισμό της χώρας από την αγορά ομολόγων, αλλά χάρη στη στήριξη από την ΕΚΤ όχι μόνο υποχώρησαν, αλλά τον αυτό τον Ιανουάριο το υπουργείο Οικονομικών κατάφερε να αντλήσει 3,5 δισ. ευρώ με 10ετή ομόλογα με το χαμηλότερο κόστος δανεισμού όλων των εποχών. Όλα αυτά, παρά την τεράστια αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος και του χρέους μέσα στο 2020, που σε άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν πανικό στους επενδυτές.