Σε βασικό πεδίο της προεκλογικής αντιπαράθεσης αναδεικνύεται το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού με φόντο τις συστάσεις των εταίρων και κυρίως του ΔΝΤ για προσεκτικά βήματα προκειμένου να προφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα και να μην διακυβευθεί η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην οικονομία.
Το πόσο σημαντικό είναι το θέμα για την εκλογική επιρροή φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνον επιλέγει να το βάλει στην ατζέντα της γαλάζιας προεκλογικής ρητορικής αλλά επιχείρησε να πλειοδοτήσει έναντι της κυβέρνησης προαναγγέλλοντας αύξηση σε διπλάσιο ποσοστό από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση ζυγίζοντας τις πραγματικές αντοχές της οικονομίας αλλά και μη θέλοντας να εκνευρίσει τους εταίρους που συναίνεσαν στην μη περικοπή των συντάξεων, αναμένεται το δεύτερο 15πενθήμερο του Ιανουαρίου να ανακοινώσει τις δικές της αποφάσεις και να προχωρήσει και στην υλοποίησή τους.
Ειδικότερα, το θέμα βρίσκεται σε τελικό στάδιο στο επίπεδο των τεχνοκρατών, δηλαδή στους εμπειρογνώμονες που καταρτίζουν το πόρισμα διαβούλευσης για να το καταθέσουν έως τέλος του έτους στην υπουργό Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου προκειμένου εκείνη να λάβει την τελική απόφαση για τις αυξήσεις, την οποία θα εισηγηθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων – το οποίο δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα – καταγράφει τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, ενώ λαμβάνει υπ’ όψιν την κατάσταση της οικονομίας με τους βασικούς της δείκτες, όπως είναι οι προοπτικές της οικονομίας για ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα, η απασχόληση, το ποσοστό της ανεργίας, τα εισοδήματα και οι μισθοί.
Όσον αφορά στους κοινωνικούς εταίρους, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) ζήτησε με υπόμνημα να επιστρέψει ο κατώτατος μισθός στα επίπεδα που ήταν προ κρίσης, δηλαδή στα 751 ευρώ, ωστόσο επικρίθηκε από το υπουργείο Εργασίας για θολή στάση αφού δεν προσήλθε στον κοινωνικό διάλογο
Η ΕΣΕΕ (μικρομεσαίοι επιχειρηματίες) τάσσεται υπέρ της σταδιακής αύξησης του μισθού στα 751 ευρώ ως το 2022, ενώ η θέση του ΣΕΒ είναι «αν γίνει αύξηση μισθού αυτή να είναι της τάξης του 1%».
Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, στο τραπέζι υπάρχουν δύο σενάρια για το ύψος της αύξησης: Αυτό που λέει ότι θα κυμανθεί από 3,5% έως 4%, και η πρόταση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για αύξηση 10%.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις οικονομικών παραγόντων, αν υπερισχύσει το πρώτο σενάριο - που είναι και το πιο πιθανό- και η αύξηση που θα δοθεί από τον Ιανουάριο του 2019 είναι της τάξης του 3,5-4% αυτή θα διαμορφωθεί από 20 έως 25 ευρώ μηνιαίως. Δηλαδή, ο νέος κατώτατος μισθός υπολογίζεται να διαμορφωθεί στις αρχές του 2019 στα 606 με 610 ευρώ από τα 586 ευρώ που είναι σήμερα.
Βεβαίως η αύξηση θα είναι υψηλότερη για τους νέους κάτω των 25 ετών, αφού αναμένεται να καταργηθεί ο λεγόμενος υποκατώτατος μισθός που ισχύει από το 2012 και φθάνει τα 511 ευρώ.
Αν πάλι επικρατήσει το σενάριο του ΚΕΠΕ για αύξηση της τάξεως του 10% αυτή θα κλείσει στα 58 ευρώ και σε αυτήν την περίπτωση ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 644 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΕΠΕ έχει δώσει άλλες δύο εναλλακτικές προτάσεις:
* Στην πρώτη, ο κατώτατος μισθός επιστρέφει σταδιακά στο προ κρίσης επίπεδο, δηλαδή στα 750 ευρώ περίπου. Η αύξηση λαμβάνει χώρα στην περίοδο μεταξύ α’ τριμήνου 2019 έως και α’ τριμήνου 2020.
* Στη δεύτερη, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται στο διάστημα 2019-2020 κατά 2% ανά τρίμηνο (αθροιστική αύξηση 100 ευρώ, ή 17,1%).
Ο Νίκος Θεοχαράκης, καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, παρουσιάζοντας πρόσφατα το πόρισμα της μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών τόνισε ότι η λύση που θα προκριθεί «θα πρέπει να έχει τη μικρότερη επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ και στη μείωση της ανεργίας» προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η οικονομία.