Ασφυκτική πίεση δέχεται η κυβέρνηση από τις τράπεζες, αλλά και από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, που παρακολουθούν συνεχώς τις σχετικές συζητήσεις, για να περιορίσει μόνο σε πολύ φτωχούς την προστασία πρώτης κατοικίας, που θα παρέχει ο νέος πτωχευτικός νόμος, ο οποίος θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ από την 1η Αυγούστου, αντικαθιστώντας τον ισχύοντα αντίστοιχο νόμο.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν, στις συζητήσεις που γίνονται με τον γραμματέα Ιδιωτικού Χρέους, Φώτη Κουρμούση, ότι το σχέδιο που έχει εκπονηθεί και αναθεωρηθεί αρκετές φορές θα ανοίξει επικίνδυνα για το τραπεζικό σύστημα την περίμετρο των δικαιούχων προστασίας, επιτρέποντας ακόμη και σε δανειολήπτες που έχουν αρκετό εισόδημα για να ρυθμίσουν και να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους.
Αυτοί οι δανειολήπτες θα μπορούν να αποφεύγουν τη ρύθμιση του χρέους ή τον πλειστηριασμό του ακινήτου τους και να μεταβιβάζουν σε φορέα του Δημοσίου την κατοικία, πληρώνοντας στη συνέχεια ενοίκιο στον κρατικό φορέα, σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης, που, κατά τις τράπεζες, θέτει υπερβολικά «γενναιόδωρα» όρια εισοδήματος και αξίας της κατοικίας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί κινδύνους εκτροχιασμού της εκκαθάρισης των «κόκκινων» δανείων.
Το αρχικό σχέδιο, που θεωρείται βέβαιο πλέον ότι θα αλλάξει προς το... πολύ χειρότερο για τους δανειολήπτες επιτρέπει την προστασία δανειοληπτών, όταν έχουν μηνιαίο διαθέσιμο (μετά τους φόρους) οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%. Δηλαδή, για ένα άτομο, το εισοδηματικό όριο τοποθετείται στα 912 ευρώ το μήνα, για δύο στα 1.540 ευρώ, για έναν ενήλικο με ένα τέκνο στα 1.288 ευρώ, για δύο με ένα τέκνο στα 1.914 ευρώ, για δύο ενήλικους με δύο τέκνα στα 2.290 ευρώ και για δύο ενήλικους με τρία τέκνα στα 2.665 ευρώ.
Επίσης αρκετά μεγάλα είναι τα όρια για την αξίας της κατοικίας, καθώς ορίζεται ότι η αντικειμενική αξία κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος πτώχευσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, με προσαύξηση 40.000 ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο μέχρι τρία τέκνα. Δηλαδή, η αντικειμενική αξία της κατοικίας μιας οικογένειας με δύο παιδιά δεν πρέπει να ξεπερνά τα 280.000 ευρώ.
Η πλευρά των τραπεζών υποστηρίζει ότι τα εισοδηματικά όρια είναι εξαιρετικά υψηλά για τα σημερινά δεδομένα και θα καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των οφειλετών, οι οποίοι θα μπορούσαν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους, ενώ και τα όρια αξίας κατοικίας ουσιαστικά αφήνουν περιθώριο να περιληφθεί η συντριπτική πλειονότητα των δανείων στην προστασία.
Με αυτά τα δεδομένα, αναμένεται ότι στο τελικό σχέδιο θα γίνει μεγάλη διόρθωση προς το χειρότερο για τους δανειολήπτες στο ποσοστό υπέρβασης των ελάχιστων δαπανών διαβίωσης, ώστε να διαμορφωθεί ένα αρκετά χαμηλότερο όριο. Δηλαδή, αντί του 70% πάνω από τις δαπάνες διαβίωσης θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό ένα αρκετά χαμηλότερο ποσοστό «επιτρεπόμενης» απόκλισης.
Ένα άλλο σημείο, στο οποίο επιμένουν οι τράπεζες, είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα που θα κατατάσσει αυτόματα και γρήγορα τους δανειολήπτες στις κατηγορίες δικαιούμενων και μη δικαιούμενων προστασίας, χωρίς να παρέχονται δικονομικές δυνατότητες στους δανειολήπτες για προσφυγές στα δικαστήρια και προσωρινό «πάγωμα» πλειστηριασμών μέχρι να εκδοθούν οι αποφάσεις. Το ιδανικό για τις τράπεζες θα ήταν να αρχίζουν όλα και να τελειώνουν σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, χωρίς να παρεμβάλλονται τα δικαστήρια.
Σε κάθε περίπτωση, το «πάνω χέρι» σε αυτή τη συζήτηση είναι πλέον σαφές ότι έχουν οι τράπεζες, καθώς το Eurogroup δεν άφησε το παραμικρό περιθώριο στην κυβέρνηση να καθυστερήσει την εισαγωγή του νέου πτωχευτικού πλαισίου, αναβάλλοντας και πάλι τη λήξη ισχύος του παλιού νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Έτσι, ο χρόνος που απομένει για την κατάρτιση και ψήφιση του νέου νόμου είναι λιγότερο από 1,5 μήνα και η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να παρουσιάσει ένα τελικό σχέδιο που θα έχει τη σύμφωνη γνώμη των τραπεζών και τη συγκατάθεση των Θεσμών, με την Κομισιόν να έχει επανειλημμένα εκφράζει απόψεις πολύ κοντινές σε αυτές που υποστηρίζουν οι τράπεζες, με κεντρικό μήνυμα ότι προστασία πρέπει να παρασχεθεί μόνο στους πραγματικά φτωχούς.