Ένα μεγάλο μπόνους για την κερδοφορία τους, σε μια δύσκολη περίοδο, εξασφαλίζουν οι ελληνικές τράπεζες χάρη στη «γενναιόδωρη» πολιτική δανεισμού από την ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια και την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων, όπως και εταιρικών τίτλων, ως εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών.
Χαρακτηριστικά είναι όσα ανέφερε στους αναλυτές, στο πλαίσιο της παρουσίασης των αποτελεσμάτων α' τριμήνου, ο CFO του ομίλου Eurobank, Χάρης Κοκολογιάννης. Όπως σημείωσε, το συνολικό κέρδος της τράπεζας από τα προγράμματα δανεισμού από την ΕΚΤ υπολογίζεται σε 130 εκατ. ευρώ την τριετία 2020 - 2022. Τα μισά εξ αυτών θα εγγραφούν στη χρήση του 2021 και από ένα τέταρτο στις χρήσεις 2020 και 2022.
Η ΕΚΤ, εκτός από το «παραδοσιακό» πρόγραμμα TLTRO, που παρέχει ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο με τον όρο ότι θα δοθούν δάνεια στην πραγματική οικονομία, έχει ενεργοποιήσει και το έκτακτο πρόγραμμα TLTRO για την πανδημία, που είναι «ανοικτό» για τις τράπεζες, δηλαδή δεν προϋποθέτει ότι θα τοποθετήσουν τη ρευστότητα σε συγκεκριμένα προγράμματα δανεισμού επιχειρήσεων ή άλλα στοιχεία ενεργητικού. Και αυτό το πρόγραμμα παρέχει ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο -0,50%.
Το σημαντικό για τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι έχουν πλέον αρκετούς τίτλους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να βρουν πρόσβαση σε αυτά τα προγράμματα, μέσω των οποίων η ΕΚΤ τις πληρώνει για να... τις δανείζει. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν ήδη γίνει κατ' εξαίρεση (waiver) δεκτά από την ΕΚΤ ως εξασφαλίσεις για δανεισμό, παρότι έχουν χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, ενώ εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν και ορισμένα εταιρικά ομόλογα για να δανεισθούν.
Αυξήθηκε η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ
Ήδη οι τράπεζες έχουν σπεύσει να επωφεληθούν από τα νέα προγράμματα της ΕΚΤ. Όπως σημειώνει η Moody's, από τις οικονομικές καταστάσεις Απριλίου της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται ότι υπήρξε κατακόρυφη αύξηση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, κάτι που θα τους επιτρέψει να εξισορροπήσουν τις προκλήσεις που δημιουργεί για την κερδοφορία τους η κρίση του κορονοϊού, η οποία περιορίζει τις δυνατότητες χορήγησης ποιοτικών νέων δανείων, διαβρώνει τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες και οδηγεί σε μικρότερα κέρδη, ή ακόμη και σε ζημιές από αγοραπωλησίες χρεογράφων.
Οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν τη χρηματοδότησή τους από την ΕΚΤ σε 21,5 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, ή περίπου 8% του ενεργητικού τους, από 12,4 δισ. ευρώ τον Μάρτιο (δηλαδή, πριν γίνουν δεκτά τα κρατικά ομόλογα ως εγγυήσεις) και έναντι 8,1 δισ. ευρώ (3% του ενεργητικού) τον Δεκέμβριο του 2019. Δηλαδή, σε σχέση με το τέλος του 2019, τον Απρίλιο η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ αυξήθηκε κατά 165%.
Όπως σημειώνει η Moody's, στο σύνολό της αυτή η νέα χρηματοδότηση προέρχεται από το μηχανισμό της ΕΚΤ για τη στοχευμένη χορήγηση ρευστότητας μακροχρόνιας διάρκεια (TLTRO's) ένα πρόγραμμα της κεντρικής τράπεζας που παρέχει ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο -0,5%.Αυτή η αυξημένη συμμετοχή των τραπεζών στο πρόγραμμα TLTRO είναι το αποτέλεσμα της επαναφοράς του waiver (κατ' εξαίρεση αποδοχή) των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Παρότι δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία προς το παρόν, η Moody's εύλογα εκτιμά ότι ταυτόχρονα με τη μεγάλη αύξηση του δανεισμού τους από την ΕΚΤ, οι τράπεζες έκοψαν τα σχετικά ακριβά ανοίγματα δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά, το ύψος των οποίων ανερχόταν σε 13,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 για τις έξι ελληνικές τράπεζες (τέσσερις συστημικές, Attica Bank και Παγκρήτια).
Περιορίζονται οι πληρωμές τόκων
Οι τράπεζες αντλούν οφέλη για την ενίσχυση της κερδοφορίας τους και από αυτή την πλευρά, αφού περιορίζονται οι πληρωμές τόκων για δάνεια της διατραπεζικής. Μάλιστα, η κρίση του κορονοϊού είχε προκαλέσει το τελευταίο διάστημα αύξηση του κόστους δανεισμού από τη διατραπεζική, όπως σημειώνει η Moody's. Συνολικότερα, ο δανεισμός με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ και οι αυξημένες (στα 145,1 δισ. ευρώ τον Μάρτιο) καταθέσεις ιδιωτικού τομέα, με επιτόκιο οριακά υψηλότερο από το μηδέν (0,14% τον Μάρτιο) θα υποστηρίξουν τα περιθώρια επιτοκίου και την κερδοφορία των τραπεζών στη διάρκεια της δύσκολης φετινής χρονιάς.
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συρρικνωθεί περισσότερο από 5% φέτος, λόγω των περιοριστικών μέτρων που διήρκεσαν σχεδόν δύο μήνες, και των προβλημάτων που δημιουργούνται στον τουρισμό, ο οποίος εισέφερε το 12% του ΑΕΠ το 2019. Με αυτά τα δεδομένα, η Moody's εκτιμά ότι η κερδοφορία των τραπεζών θα βρεθεί υπό πίεση. Πάντως, όπως τονίζει, η επιδείνωση των μεγεθών θα είναι περιορισμένη, καθώς οι τράπεζες θα συνεχίσουν να εγγράφουν τόκους, παρά το «πάγωμα» στις πληρωμές κεφαλαίου των δανείων για έξι μήνες με απόφαση της κυβέρνησης.
Οι προβλέψεις για ζημιές από τα χαρτοφυλάκια δανείων θα παραμείνουν υψηλές και θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την κερδοφορία. Πάντως, στον περιορισμό των προβλέψεων διευκολύνει τις τράπεζες η απόφαση των εποπτικών αρχών να τους επιτρέψουν να μην περνούν τα δάνεια που θα περάσουν σε καθυστέρηση στη διάρκεια της κρίσης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τρίτου σταδίου, δηλαδή αυτά για τα οποία οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να εγγράφουν προβλέψεις.
Η Moody's επισημαίνει ότι η πλήρης εξόφληση των ακριβών δανείων από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) έχει μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, που ευνοούνται και από την επιστροφή καταθέσεων, με ρυθμό αύξησης 6% το 2019 και περίπου 9% σε 12μηνη βάση, τον Μάρτιο του 2020. Δεν προβλέπεται μεγάλη μείωση στις καταθέσεις φέτος, καθώς την αναμενόμενη μείωση των καταθέσεων από τις επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα αντισταθμίσει η αύξηση των καταθέσεων από τα νοικοκυριά, εξαιτίας της μείωσης της κατανάλωσης.