Στη δέκατη κατά σειρά αύξηση επιτοκίων, κατά 0,25%, που ανεβάζει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 4%, το υψηλότερο στην ιστορία, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ταυτόχρονα όμως προαναγγέλλει το κλείσιμο αυτού του κύκλου σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας στην ανακοίνωσή της ότι σε αυτό επίπεδο τα επιτόκια είναι αρκετά υψηλά για να ρίξουν τον πληθωρισμό.
Αν και η ΕΚΤ διατηρεί τη δυνατότητα να προχωρήσει και σε άλλες αυξήσεις, εάν το υπαγορεύσουν τα οικονομικά στοιχεία, σκιαγραφεί με τέτοιο τρόπο τα επόμενα βήματά της, ώστε να γίνεται σαφές ότι η 10η θα είναι, πιθανότατα, η τελευταία αύξηση αυτού του κύκλου. Βεβαίως, τονίζει ότι τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν για καιρό σε αυτά τα υψηλά επίπεδα για να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2%.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, «με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο».
Ο πληθωρισμός, πάντως, προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός, σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις της ΕΚΤ και θα διαμορφωθεί φέτος κατά μέσο όρο στο 5,6%, για να υποχωρήσει στο 3,2% το 2024 και να διαμορφωθεί στο 2,1%, δηλαδή κοντά στον στόχο, το 2025. Η ΕΚΤ υποβαθμίζει σε 0,7% (από 0,9%) τις εκτιμήσεις για τη φετινή ανάπτυξη στην ευρωζώνη, και στο 1% για το 2024 (από 1,5%).
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται αλλά αναμένεται πάλι να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Προκειμένου να ενισχυθεί η πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Η σημερινή αύξηση των επιτοκίων αντανακλά την αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ του Σεπτεμβρίου, ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 5,6% το 2023, 3,2% το 2024 και 2,1% το 2025. Πρόκειται για προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 και προς τα κάτω αναθεώρηση για το 2025. Η προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 αντανακλά κυρίως μια ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας. Οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, παρόλο που οι περισσότεροι δείκτες έχουν αρχίσει να εξασθενούν. Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει ελαφρώς προς τα κάτω την προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής, κατά μέσο όρο σε 5,1% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025. Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων τις οποίες είχε αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά. Οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει πιο αυστηρές και επιδρούν ολοένα πιο περιοριστικά στη ζήτηση, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Λόγω της αυξανόμενης επίδρασης αυτής της αυστηροποίησης στην εγχώρια ζήτηση και ενός περιβάλλοντος όπου το διεθνές εμπόριο παρουσιάζει κάμψη, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ μείωσαν σημαντικά τις προβολές τους για την οικονομική ανάπτυξη. Αναμένουν τώρα ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα μεγεθυνθεί κατά 0,7% το 2023, 1,0% το 2024 και 1,5% το 2025.
Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 20 Σεπτεμβρίου 2023.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης και η συνεχιζόμενη αποπληρωμή τους συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.