Στον σχεδιασμό τους για μεγάλη αύξηση των χορηγήσεων δανείων, που θα βελτιώσει σημαντικά την κερδοφορία, θα αυξήσει το δείκτη απόδοσης κεφαλαίων κοντά σε διψήφιο ποσοστό και θα ανοίξει τον δρόμο για διανομή μερισμάτων από το 2023 εμμένουν προς το παρόν οι τραπεζικές διοικήσεις. Όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι διαφοροποιεί σοβαρά το μακροοικονομικό σενάριο και για την ελληνική οικονομία και οι τράπεζες είναι πολύ πιθανό, πριν το τέλος του πρώτου εξαμήνου, να «ψαλιδίσουν» τους στόχους για τα νέα δάνεια, μεταβάλλοντας αντίστοιχα και τις προβλέψεις για την κερδοφορία.
Με βάση την αρχική υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα έφθανε φέτος σε ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 5%, με σημαντικές αλλά όχι ακραίες πληθωριστικές πιέσεις, το βασικό σενάριο των τραπεζών για το 2022 προέβλεπε σημαντική επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης, με καθαρές ροές νέων δανείων της τάξεως των 8 δισ. ευρώ, μοιρασμένες περίπου ισόποσα ανάμεσα στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Μεγάλη ώθηση στις χορηγήσεις υπολογίζεται ότι θα δώσει το πρόγραμμα φθηνών επενδυτικών δανείων που θα δοθούν από τις τράπεζες με συμμετοχή του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σημειώνεται ότι η χορήγηση νέων δανείων σε μεγάλη κλίμακα είναι μια ζωτικής σημασίας κίνηση από την πλευρά των τραπεζών, καθώς η επιθετική μείωση των κόκκινων δανείων με τιτλοποιήσεις έχει αδυνατίσει σοβαρά τα έσοδα από τόκους και είναι αναγκαία η δημιουργία μιας νέας βάσης εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποίο θα υποστηρίξουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Όμως, αυτοί οι σχεδιασμοί βρέθηκαν στον αέρα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, που φαίνεται ότι δημιουργεί μια νέα κρίση άγνωστης διάρκειας στην παγκόσμια οικονομία, με κύριο χαρακτηριστικό τη μεγάλη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων και την υποχώρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Για την Ελλάδα, σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς που έχει κάνει το ΙΟΒΕ, οι νέες συνθήκες οδηγούν την ανάπτυξη περίπου στο μισό της αρχικής πρόβλεψης (2,5% αντί για 5%) και τον πληθωρισμό σε ποσοστό διπλάσιο της αρχικής πρόβλεψης (4% αντί για 2%).
Σε διεθνές επίπεδο, άλλωστε, ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε σήμερα για επερχόμενο σοκ, καθώς ο πόλεμος και οι συνέπειες του θα «κόψουν» ίσως και περισσότερο από 1% τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ για την Ευρώπη, που είναι περισσότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα μειωθεί κατά 1,4%, σε σχέση με τις «προπολεμικές» προβλέψεις.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, εκφράζονται φόβοι ότι οι προβλέψεις των τραπεζών για γρήγορη πιστωτική επέκταση θα μείνουν στα χαρτιά, καθώς θα ασκηθούν πιέσεις τόσο στην πλευρά της προσφοράς, όσο και στη ζήτηση δανείων:
- Η αβεβαιότητα που θα δημιουργήσει η νέα κρίση θεωρείται βέβαιο ότι θα υποχρεώσει τις τράπεζες να γίνουν πολύ πιο προσεκτικές στις νέες χορηγήσεις δανείων, ώστε να αποφύγουν μια νέα έξαρση των καθυστερήσεων. Άλλωστε, η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης συσχετίζεται άμεσα με τις χορηγήσεις δανείων, που δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν στα αρχικά προβλεπόμενα επίπεδα, αν η μεγέθυνση της οικονομίας είναι η μισή της αρχικά προβλεπόμενης.
- Η ζήτηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς από τις επιχειρήσεις δεν προβλέπεται ότι θα έχει τη δυναμική που προβλεπόταν αρχικά, καθώς ο επιχειρηματικός τομέας θα «παίξει άμυνα» όσο θα διαρκεί η κρίση. Πάντως, όπως σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας η ζήτηση δανείων για κεφάλαια κίνησης θα μπορούσε και να αυξηθεί, όπως συνέβη στα αρχικά στάδια της πανδημίας, όταν οι επιχειρήσεις θέλησαν να «οχυρωθούν», αντλώντας ρευστότητα από τις τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση, με τα νέα δεδομένα, που αναμένεται να αποκρυσταλλωθούν μέσα στα επόμενα τρίμηνα, διαφοροποιώντας τα επιχειρησιακά σχέδια των τραπεζών, εκτιμάται πλέον ότι ο αρχικός σχεδιασμός για πιστωτική επέκταση 8 δισ. ευρώ είναι υπερβολικά φιλόδοξος και ο πήχης θα πρέπει κατεβεί για το 2022 στα 5 - 6 δισ. ευρώ, με αντίστοιχες προσαρμογές στις προβλέψεις για την κερδοφορία, όπως τονίζουν αναλυτές.
Τι είπαν οι τραπεζίτες στους αναλυτές
Με αφορμή την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του 2021, οι τέσσερις τραπεζίτες έκαναν μια πρώτη αποτίμηση των εξελίξεων και των επιπτώσεων που προκαλεί στην οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία. Κοινός παρονομαστής των τοποθετήσεων όλων των κορυφαίων τραπεζικών στελεχών ήταν πως είναι πολύ νωρίς για να γίνουν υπολογισμοί για τις επιπτώσεις.
Ο CEO της Eurobank, Φ. Καραβίας υπογράμμισε ότι «η παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο μπαίνουν σε αχαρτογράφητα νερά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της. Καθώς τα γεγονότα βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, οποιαδήποτε αξιολόγηση των συνεπειών τους είναι πρόωρη. Ωστόσο, για την Ελλάδα, αυτό είναι το τρίτο κύμα μιας δυσμενούς συγκυρίας, μετά από την μακρά οικονομική κρίση και την πανδημία. Είναι νωρίς ακόμη για να εκτιμήσουμε τον αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, για την οποία ένα έτος εντυπωσιακής ανάκαμψης έθεσε τα θεμέλια για την έναρξη ενός κύκλου ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Σε κάθε περίπτωση, τα θεμελιώδη μεγέθη για την επικράτηση του θετικού σεναρίου εξακολουθούν να ισχύουν: η ύπαρξη ενός φιλικού για επενδύσεις επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ένας σταθερός οδικός χάρτης με βάση το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 και επαρκείς πηγές χρηματοδότησης, που περιλαμβάνουν το NextGenEU και λοιπούς πόρους από την ΕΕ. Οι επιπτώσεις της γεωπολιτικής αναταραχής είναι πιθανό να μετριαστούν με συντονισμένα μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως συνέβη και με την πανδημία». Ο επικεφαλής της Eurobank, πάντως, επέμεινε ότι «η κερδοφορία μας θα στηριχτεί στην αύξηση των δανείων».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης τόνισε ότι «η διένεξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ρίχνει σκιά αβεβαιότητας στις προοπτικές του τρέχοντος έτους, με απρόβλεπτες συνέπειες ως προς το ύψος του πληθωρισμού και τους ρυθμούς ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παρόλα αυτά, ο υγιής και ισχυρός ισολογισμός μας και τα εν εξελίξει έργα μετασχηματισμού, προς όφελος των πελατών και του προσωπικού μας, μας επιτρέπουν να εστιάσουμε στην περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας μας και στην εμπέδωση της θετικής μας συμβολής προς τους πελάτες, τους μετόχους και την κοινωνία».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου ανέφερε ότι «οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν κινδύνους, επηρεάζοντας - μεταξύ άλλων - τις τιμές της ενέργειας και των προϊόντων του αγροτικού τομέα, και έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια, οι οποίες ξεπερνούν τις αρχικές εκτιμήσεις. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Καθώς η κατάσταση εξακολουθεί να εξελίσσεται, είναι πρόωρο να εκτιμηθεί ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ωστόσο, με τις προϋποθέσεις για την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να έχουν τεθεί, οι επιπτώσεις ενδέχεται να περιοριστούν με μέτρα ανάλογα της πανδημίας που αναμένεται να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Από την πλευρά της Εθνικής, ο διευθύνων σύμβουλος, Παύλος Μυλωνάς εμφανίσθηκε συγκρατημένα αισιόδοξος. Όπως είπε, «οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας είναι ισχυρά και ακόμη και μέσα στη σημερινή διεθνή συγκυρία, η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει αξιοσημείωτη ανάπτυξη το 2022 και ακόμα καλύτερα αποτελέσματα το 2023 και το 2024. Ως εκ τούτου, οι στόχοι της ΕΤΕ παραμένουν φιλόδοξοι».