Από... σαράντα κύματα θα περάσει η προσπάθεια της κυβέρνησης όχι μόνο να μειώσει το μεσοπρόθεσμο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και ακόμη και να αξιοποιήσει τις επιστροφής κερδών κεντρικών τραπεζών για να επιτύχει μια μικρότερη, έμμεση μείωση, όπως προκύπτει και από τις σημερινές δηλώσεις των παραγόντων της ευρωζώνης, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Eurogroup, όπου ο Χρήστος Σταϊκούρας έκανε την πρώτη του εμφάνιση, παρουσιάζοντας τα βασικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση.
Η πρώτη ουσιαστική συζήτηση για την Ελλάδα μετατίθεται τον Δεκέμβριο, υπό τον όρο όμως ότι θα έχουν ολοκληρωθεί ομαλά οι συζητήσεις με τους Θεσμούς και θα υπάρχει θετική τέταρτη έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας.«Δεν συζητήσαμε λεπτομέρειες. Θα εξετάσουμε το θέμα της Ελλάδας τον Δεκέμβριο, στο πλαίσιο της τέταρτης έκθεσης μεταμνημονιακής εποπτείας», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, η ελληνική πλευρά δεν σκοπεύει να ανοίξει τη συζήτηση τον Δεκέμβριο για τη μείωση των στόχων για το πλεόνασμα, αλλά να ζητήσει μια μικρότερη αλλαγή στην απόφαση του Ιουνίου 2018 για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα και τη μεταμνημονιακή επιτήρηση: να επιτραπεί να υπολογίζονται, με κάποιο τεχνικό τρόπο, οι επιστροφές κερδών από τις κεντρικές τράπεζες, ώστε να ανοίξει από το 2020 δημοσιονομικός χώρος 0,6% του ΑΕΠ.
Το αίτημα αυτό συζητήθηκε πρώτη φορά στο EuroWorking Group, που προετοίμασε τη συνεδρίαση του σημερινού Eurogroup, αλλά δεν έτυχε καλής υποδοχής από ορισμένους «σκληρούς» εκπροσώπους υπουργείων Οικονομικών του Βορρά, οι οποίοι επισήμαναν ότι το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης προϋποθέτει αλλαγές στην απόφαση Ιουνίου 2018 του Eurogroup, οι οποίες είναι πρόωρο να συζητηθούν στην παρούσα φάση.
Έτσι, το πλαίσιο που διαμορφώνουν οι Ευρωπαίοι για τη συζήτηση του αιτήματος σχετικά με τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών γίνεται αρκετά στενό: η Ελλάδα καλείται να ολοκληρώσει την τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση επιτυχώς, κάτι που προϋποθέτει ότι θα υπάρξει θετική εισήγηση ολοκλήρωσης για όλα τα επιμέρους προαπαιτούμενα, ώστε να εγκριθεί τον Δεκέμβριο η αλλαγή υπολογισμού των κερδών στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αν υπάρξουν δυσμενείς παρατηρήσεις από τους Θεσμούς στην έκθεση αξιολόγησης, μένει ανοικτό το ενδεχόμενο να μην εγκριθεί το αίτημα και να στερηθεί η κυβέρνηση από ένα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο 1,2 δισ. ευρώ το 2020.
Οι προϋποθέσεις για αλλαγή στόχων
Την ίδια στιγμή, ο «σκληρός» Κλάους Ρέγκλινγκ, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ανεβάζει αρκετά τον πήχη που πρέπει να περάσει η Αθήνα, αν θέλει να εγκριθεί μια μείωση του δημοσιονομικού στόχου για το 2021 και το 2022 από το 3,5% στο 2,5%, ή χαμηλότερα. Με σημερινές του δηλώσεις, ο κ. Ρέγκλινγκ ξεκαθάρισε ότι η συζήτηση για μείωση των στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσε να ανοίξει αν η Ελλάδα πετύχει υψηλότερη ανάπτυξη και διασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια σε μακροπρόθεσμη βάση. Υπογράμμισε πάντως ότι η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα έχει δεσμευτεί ότι θα τηρήσει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020.
Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση για το δημοσιονομικό στόχο μετατίθεται στα τέλη του 2020, όταν θα υπάρχουν τα πρώτα στοιχεία που θα δείχνουν σε ποιο βαθμό η ελληνική κυβέρνηση έχει επιτύχει μια επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, αλλά και κατά πόσο η μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά, ώστε οι δύο αυτές παράμετροι να ενταχθούν στη νέα έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους με τέτοιο τρόπο, που θα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρόσθετη ανάπτυξη και η μείωση του κόστους δανεισμού ανοίγουν δημοσιονομικό χώρο για να μειωθεί και ο στόχος για το πλεόνασμα.
Πίσω από αυτή την τοποθέτηση, κρύβεται μια βασική πολιτική παραδοχή: αν θέλει η Ελλάδα χαμηλότερους στόχους για το πλεόνασμα, θα πρέπει να τους εξασφαλίσει επειδή η ίδια κατάφερε να βελτιώσει τις βασικές παραμέτρους βιωσιμότητας του χρέους και όχι μέσω μιας νέας ελάφρυνσης του χρέους από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το μήνυμα προς την Αθήνα είναι ότι δεν θα πρέπει να περιμένει νέα διευθέτηση του χρέους με ευνοϊκότερους όρους, καθώς τέτοια συζήτηση είναι πολιτικά «τοξική» για πολλές κυβερνήσεις, με πρώτη την γερμανική...