Στην τσιμπίδα της ΑΑΔΕ έπεσαν χιλιάδες επιχειρήσεις οι οποίες εντοπίστηκαν να φουσκώνουν τις δαπάνες μισθοδοσίας, για να πληρώνουν λιγότερο φόρο ή πραγματοποιούσαν πληρωμές μισθοδοσίας εκτός της νόμιμης οδού.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία σε περίπτωση που το σύνολο ή μέρος των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης δεν εξοφληθεί με συγκεκριμένα μέσα πληρωμής, δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση το σύνολο της δαπάνης, από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.
Oι μη νόμιμες πληρωμές αποδοχών, είναι ύποπτες για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και αποτελούν ένα από τα βασικά σημεία στα οποία εστιάζονται οι φορολογκοί έλεγχοι, μέσω και των έμμεσων τεχνικών ελέγχου που διενεργεί η ΑΑΔΕ.
Ορισμένες από τις υποθέσεις αυτές, έφτασαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η οποία απέρριψε τα αιτήματα διαγραφής των πρόσθετων φόρων και των προστίμων που επιβλήθηκαν, σε πρώτο στάδιο, από τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τη ΔΕΔ, για την πληρωμή αποδοχών εργαζόμενους, πέραν της μεταφοράς χρημάτων μέσω ειδικών διαδικτυακών εφαρμογών και της χρήσης χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών, ως κατάλληλα μέσα πληρωμής για την έκπτωση των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης νοούνται ενδεικτικά και τα ακόλουθα:
- Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του μισθωτού, έστω και αν υπάρχουν περισσότεροι συνδικαιούχοι, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),
- Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής - ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων,
- Η χρήση τραπεζικής επιταγής,
- Η έκδοση επιταγής σε διαταγή του μισθωτού.
Από τις ανωτέρω μεθόδους πληρωμής εξαιρείται μόνο η περίπτωση κατά την οποία μέρος του μισθού παρακρατείται από τον εργοδότη με σκοπό την εξόφληση υποχρεώσεών του, όπως δάνειο που του έχει χορηγήσει ο εργοδότης ή την εκτέλεση κατάσχεσης απαίτησης εις χείρας τρίτου (π.χ. οφειλές του εργαζόμενου προς το δημόσιο), οπότε η σχετική δαπάνη εκπίπτει στο σύνολό της όταν το εναπομείναν ποσό έχει εξοφληθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
Σύμφωνα με τη ΔΕΔ, η υποχρεωτική τήρηση των συγκεκριμένων μεθόδων πληρωμής, καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει εργασιακής σχέσης, ακόμη και για τη λήψη υπηρεσιών βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, από πρόσωπα που δεν αποκτούν την εμπορική ιδιότητα, που προσδίδουν την έννοια της εργασιακής σχέσης ή από δικηγόρους βάσει πάγιας αντιμισθίας, κ.λ.π., γεγονός που σημαίνει ότι για να εκπέσουν και αυτές οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν γίνει με έναν από τους ανωτέρω τρόπους.
Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αποτελούν οι παροχές σε είδος που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις προς τους εργαζομένους τους οι οποίες εξακολουθούν να εκπίπτουν, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις, καθώς και οι δαπάνες που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εισοδήματος των δικαιούχων από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Αντίθετα, εκπίπτουν οι αμοιβές για μισθωτή εργασία και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε ανάπηρους με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), οι οποίες απαλλάσσονται από τον φόρο.
Πώς εντοπίζονται
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, οι μη νόμιμες πληρωμές αποδοχών εντοπίζονται με τον φορολογικό έλεγχο και ειδικά μέσω των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, οι οποίες, για τις επιχειρήσεις, εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα,
- Όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
- Όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από σχετική πρόσκληση.
Εφαρμόζονται και για τα φυσικά πρόσωπα:
- Όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης, ή
- Όταν υπάρχει περίπτωση προσαύξησης περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα.
Οι παράμετροι των έμμεσων τεχνικών ελέγχου είναι οι ακόλουθες:
- η αρχή των αναλογιών,
- η ανάλυση ρευστότητας του φορολογούμενου,
- η καθαρή θέσης του φορολογούμενου,
- η σχέση της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και
- το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.