«Μούδιασμα» προκαλούν στις Βρυξέλλες οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη για νέα διαπραγμάτευση για το πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς θα άνοιγε, αναπόφευκτα, και νέα συζήτηση για μία περισσότερο «γενναιόδωρη» ελάφρυνση του χρέους.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ μια δημοσιονομική στρατηγική που θα έχει δύο στάδια:
- Σε πρώτο χρόνο, θα εγκαταλειφθεί η πολιτική της παραγωγής πλεονασμάτων μεγαλύτερων από το στόχο που έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές (3,5% του ΑΕΠ). «Το πρώτο που θα τελειώσει είναι η πρακτική των υπερπλεονασμάτων. Υπερπλεονάσματα που προήλθαν από την εμμονή της κυβέρνησης να υπερφορολογεί, να απαλλοτριώνει την παραγωγική Ελλάδα για να μοιράζει στη συνέχεια κρατικοδίαιτη επαιτεία», τόνισε ο Κ. Μητσοτάκης. «Αυτό και θα κάνουμε, μειώνοντας παντού φορολογία και εισφορές και επαναφέροντας στην οικονομία τα κίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα, που θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερο εισόδημα και προπαντός θα πυροδοτήσουν ανάπτυξη, επενδύσεις και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας».
- Σε επόμενη φάση, θα τεθεί το ζήτημα του υψηλού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. «Μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των εταίρων μας μπορούμε να διεκδικήσουμε, σε δεύτερο χρόνο, το μεγάλο εθνικό στόχο. Που δεν είναι άλλος από την μείωση των εξοντωτικών πλεονασμάτων ύψους 3.5% που δέχτηκε αμαχητί ο κ. Τσίπρας. Και θα τον πετύχουμε αυτόν τον στόχο, όχι μόνο γιατί είναι σωστό για εμάς, για την πατρίδα μας, αλλά είναι σωστό και για τους πιστωτές μας», υπογράμμισε ο πρόεδρος της ΝΔ.
Σχετικά με το υπερπλεόνασμα, οι Βρυξέλλες δεν έχουν λόγο, στο βαθμό που δεν θα υπάρξουν αποκλίσεις από το στόχο του 3,5%. Ουσιαστικά, με την εξάλειψη του υπερπλεονάσματος, θα γίνει μια ανακατανομή πόρων από τη διανομή κοινωνικών επιδομάτων προς την ελάφρυνση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τους δανειστές, όσο διατηρείται ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο... ιερός αριθμός
Όμως, το πρόβλημα για τον Κ. Μητσοτάκη αρχίζει από το σημείο που θα απευθυνθεί στους Ευρωπαίους για να ζητήσει αλλαγή του στόχου για το πλεόνασμα, ακόμη και αν έχει επιτύχει, όπως εξήγγειλε, να βελτιώσει τις αναπτυξιακές προοπτικές με ελαφρύνσεις φόρων και εισφορών και να καταστεί αξιόπιστος συνομιλητής των δανειστών.
Αν ένα αίτημα για αλλαγή στόχου υποβληθεί στους Ευρωπαίους το 2020, ουσιαστικά δεν θα έχει ιδιαίτερο νόημα, αφού ο υψηλός στόχος του 3,5% καλύπτει την περίοδο μέχρι και το 2021, ενώ από το 2022 έως το 2060 ο επόμενος στόχος είναι ένα πλεόνασμα υψηλότερο του 2%. Έτσι, για να έχει νόημα αυτή η συζήτηση, δεν θα είναι αρκετό να αναθεωρηθεί ο στόχος μόνο για ένα έτος, το 2021, αλλά θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με πρώτες αυτές των χωρών του πλεονασματικού Βορρά, είναι εξαιρετικά απρόθυμες να μπουν σε αυτή τη συζήτηση, που ήταν, άλλωστε, μέχρι και το Eurogroup του Ιουνίου, η μεγάλη εστία αντιπαράθεσης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία δεν «σηκώνει» πλεονάσματα άνω του 1,5% του ΑΕΠ.
Οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του στόχου για το πλεονάσματα από το «κάτι παραπάνω από 2%» σε 1,5% του ΑΕΠ, που θα ήταν ένας μετριοπαθής στόχος και θα υποστηριζόταν και από το ΔΝΤ, θα οδηγούσε και σε διαπραγμάτευση για μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους, ώστε να «βγουν τα νούμερα» ενός πιο ρεαλιστικού προγράμματος για την Ελλάδα, το οποίο θα βοηθούσε και στην βελτίωση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης.
Pacta sunt servanda
Όμως, οι «σκληροί» του Βορρά θα επιμείνουν να τηρηθεί η ισχύουσα συμφωνία, βάσει της οποίας έχουν εξασφαλίσει (αν όλα πάνε καλά…) ότι το θέμα του ελληνικού χρέους δεν θα επανέλθει στο τραπέζι του Eurogroup έως το 2032. Μάλιστα, με τις πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας περιόδου, όπου η Άνγκελα Μέρκελ βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της πολιτικής της καριέρας λόγω μεταναστευτικού και η γερμανική άκρα δεξιά εκτοξεύεται στις δημοσκοπήσεις, το άνοιγμα μιας συζήτησης για το ελληνικό χρέος θεωρείται αδιανόητο.
Με αυτά τα δεδομένα, στις Βρυξέλλες θεωρείται βέβαιο ότι, εάν ο κ. Μητσοτάκης θελήσει να ανοίξει τη συζήτηση για τα πλεονάσματα, θα λάβει την ίδια απάντηση που έλαβαν, πριν από αυτόν, ο Α. Σαμαράς και ο Α. Τσίπρας: «pacta sunt servanda» («οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται»)…