Καθώς η Κίνα αυξάνει τον έλεγχο στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, προκαλώντας παγκόσμιες ελλείψεις και αναδεικνύοντας την εξάρτηση κρίσιμων βιομηχανιών από τα κινεζικά αποθέματα, αναδεικνύεται μία λιγότερο γνωστή πτυχή της αλυσίδας εφοδιασμού: η βαθιά εξάρτηση του Πεκίνου από τη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Μιανμάρ.
Αν και η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός σπάνιων γαιών παγκοσμίως, εισάγει μεγάλο μέρος των πρώτων υλών από άλλες χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία των τελωνείων της Κίνας, η Μιανμάρ κάλυψε το 57% των συνολικών εισαγωγών σπάνιων γαιών το 2023, όπως αναφέρει η Γκρέισελιν Μπασκαράν, διευθύντρια του Προγράμματος για την Ασφάλεια Κρίσιμων Ορυκτών στο Center for Strategic and International Studies.
Η σημασία της Μιανμάρ έγκειται κυρίως στο ότι διαθέτει υψηλή συγκέντρωση σε βαριές σπάνιες γαίες, όπως το δυσπρόσιο και το τέρβιο, δύο στοιχεία καθοριστικής σημασίας για τη στρατιωτική βιομηχανία, την αεροδιαστημική τεχνολογία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η παραγωγή της Μιανμάρ έχει ενισχύσει καθοριστικά την κυριαρχία της Κίνας, δίνοντάς της ουσιαστικά μονοπώλιο στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού βαρέων σπάνιων γαιών
Η Μιανμάρ διαθέτει κοιτάσματα τύπου IAC (ionic adsorption clay), τα οποία είναι πλούσια σε βαριές σπάνιες γαίες και εξορύσσονται με μεθόδους λειώσεως, που έχουν ιδιαίτερα αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες. Στο παρελθόν, τέτοιου τύπου εξορύξεις υπήρχαν κυρίως στη Νότια Κίνα, όμως οι αυστηρότεροι κανονισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος οδήγησαν στο κλείσιμό τους.
Αυτό άνοιξε τον δρόμο για την εκμετάλλευση παρόμοιων κοιτασμάτων στη Βόρεια Μιανμάρ, με ισχυρή συμμετοχή κινεζικών επιχειρήσεων στην ανάπτυξη των ορυχείων. Το υλικό μεταφέρεται κυρίως με τη μορφή οξειδίων σπάνιων γαιών στην Κίνα για περαιτέρω επεξεργασία και εμπορική αξιοποίηση.
Το περιβάλλον, οι κοινότητες και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Global Witness (2024) καταγγέλλει ότι η Κίνα έχει ουσιαστικά «εξάγει» τη ρύπανση που συνοδεύει την εξόρυξη σπάνιων γαιών στη Μιανμάρ, με τεράστιο κόστος για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες. Το οικολογικό αποτύπωμα περιλαμβάνει μόλυνση υδάτων και εδαφών, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και τις καλλιέργειες.
Η εξάρτηση της Κίνας από τη Μιανμάρ ενέχει και σημαντικούς γεωπολιτικούς κινδύνους. Η Βόρεια Πολιτεία Κάτσιν, απ’ όπου προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των βαριών σπάνιων γαιών της Μιανμάρ, βρίσκεται στο επίκεντρο εμφύλιας σύγκρουσης από το πραξικόπημα του 2021. Το 2024, ο στρατός ανεξαρτησίας Κάτσιν (KIA), κατέλαβε μεταλλεία που ευθύνονται για το 50% της παγκόσμιας παραγωγής βαριών σπάνιων γαιών, προκαλώντας διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα και αύξηση των τιμών.
Η Μιανμάρ αποτελεί ασταθές έδαφος για μια τόσο κρίσιμη αλυσίδα εφοδιασμού. Εάν διακοπούν πλήρως οι εξαγωγές σπάνιων γαιών προς την Κίνα, η χώρα θα δυσκολευτεί να καλύψει τη ζήτηση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Αναζήτηση εναλλακτικών
Μέσα σε αυτό το ρευστό σκηνικό, το Πεκίνο αναζητά νέες πηγές προμήθειας. Χώρες όπως η Μαλαισία και το Λάος διαθέτουν κοιτάσματα τύπου IAC και έχουν ξεκινήσει έργα με κινεζική συμμετοχή. Ωστόσο, τα περιβαλλοντικά πρότυπα είναι αυστηρότερα σε αυτές τις χώρες, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
Η κινεζική εμπειρία με την υποβάθμιση εδαφών και υδάτων στις περιοχές εξόρυξης της Νότιας Κίνας λειτουργεί πλέον ως προειδοποίηση και για άλλες χώρες, αναδεικνύοντας το δίλημμα ανάμεσα στην τεχνολογική πρόοδο και την προστασία του περιβάλλοντος.
A.N