Σε επίπεδα ρεκόρ επανέρχονται οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την Ευρώπη, ενώ για την Ελλάδα η σημερινή τιμή έχει εκτιναχθεί πάνω από τα 400 ευρώ/μεγαβατώρα. Οι λιανικές τιμές του Ιανουαρίου, που θα ανακοινωθούν στις 20 του μήνα, αναμένεται να είναι σημαντικά αυξημένες και να δημιουργήσουν νέα επιβάρυνση στον προϋπολογισμό, ο οποίος αντιμετωπίζει κίνδυνο εκτροχιασμού το 2023, εάν διατηρηθούν υψηλές οι τιμές του ρεύματος και «φουσκώσει» η επιβάρυνση στα κρατικά ταμεία.
Όπως φαίνεται στο γράφημα, οι τιμές χονδρικής για το ρεύμα στην Ευρώπη βρίσκονται για σήμερα στις περισσότερες χώρες κοντά ή και πάνω από τα 400 ευρώ/μεγαβατώρα. Στην Ελλάδα, η τιμή χονδρικής ανέβηκε στα 401 ευρώ, ενώ... όαση χαμηλών τιμών αποτελούν οι δύο χώρες της Ιβηρικής, Ισπανία και Πορτογαλία, με τιμή 153 ευρώ, καθώς έχουν αποσυνδέσει την τιμή του ρεύματος από την τιμή του φυσικού αερίου. Στην Ελλάδα, η άνοδος της τιμής είναι συνεχής από τα τέλη του Νοεμβρίου: στις 28 του μήνα είχε κάνει άλμα 57% για ανέλθει από τα 202 στα 319 ευρώ και έκτοτε οι αυξήσεις δεν έχουν σταματήσει. Ουσιαστικά, μέσα σε λιγότερες από δύο εβδομάδες η τιμή του ρεύματος στη χονδρική έχει διπλασιασθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η ανοδική κίνηση αιφνιδίασε τις περισσότερες εταιρείες προμήθειας ρεύματος της ελληνικής αγοράς, που είχαν δώσει πολύ χαμηλές -όπως αποδεικνύεται τώρα- τιμές λιανικής για τον Δεκέμβριο και βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές ζημιές, αν δεν υποχωρήσει η τιμή χονδρικής τις επόμενες εβδομάδες. Αυτή τη φορά, μάλιστα, δεν ενοχοποιείται ο... συνήθης ύποπτος για την αύξηση των τιμών, δηλαδή οι τιμές του φυσικού αερίου, καθώς έχουν μεν σημειώσει άνοδο, αλλά όχι ανάλογη με τις τιμές χονδρικής του ρεύματος και κυμαίνονται στα 135 ευρώ/μεγαβατώρα.
Οι τιμές χονδρικής του ρεύματος στην Ευρώπη (6/12/2022)
Οι αναλυτές τονίζουν ότι έχει αρχίσει μια πολύ δύσκολη περίοδος για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, καθώς οι τιμές του ρεύματος επηρεάζονται από ένα «τοξικό» συνδυασμό επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών και σοβαρών ανισορροπιών στις ευρωπαϊκές αγορές του ρεύματος. Η έλευση του χειμώνα προκαλεί αυξημένη κατανάλωση ρεύματος, ενώ η μείωση των ανέμων και της ηλιοφάνειας περιορίζουν δραστικά την παραγωγή από ΑΠΕ (είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα τα δύο τρίτα του ενεργειακού μείγματος καλύπτονται από παραγωγή με φυσικό αέριο και λιγνίτη).
Σε άλλες συνθήκες, οι ευρωπαϊκές αγορές θα μπορούσαν να βρουν μια ισορροπία με την αύξηση των εισαγωγών από τη Γαλλία, όμως πολλοί από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες έχουν κλείσει για επισκευές. Μεγάλο μέρος της παραγωγής στη Γερμανία, περίπου 40%, γίνεται πλέον από τις μονάδες άνθρακα, που είναι πολύ ακριβές λόγω των δικαιωμάτων για ρύπους. Οι επόμενοι θα μπορούσαν να είναι πολύ δύσκολοι για τις ευρωπαϊκές αγορές ρεύματος, αν οι καιρικές συνθήκες θέσουν εκτός «μάχης» τις αιολικές και φωτοβολταϊκές μονάδες, την ώρα που οι χαμηλές θερμοκρασίες θα προκαλούν αυξημένη ζήτηση. Ακόμη και αν αποφευχθούν οι διακοπές ρεύματος λόγω ελλείψεων στην παραγωγή, σε αυτές τις συνθήκες οι τιμές δεν μπορεί παρά να παραμείνουν υψηλές.
Για τους Έλληνες καταναλωτές, η νέα εκτίναξη των τιμών του ρεύματος στη χονδρική δεν σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσουν και ανάλογες επιβαρύνσεις από τις τιμές λιανικής, που πρόκειται να ανακοινωθούν, για τον Ιανουάριο, στις 20 Δεκεμβρίου. Παρότι αναμένεται ότι θα υπάρξει πολύ μεγάλη αύξηση των λιανικών τιμών, ύστερα από μια μείωση της τάξεως του 40% τους δύο μήνες που προηγήθηκαν, καθώς οι εταιρείες θα προσπαθήσουν να καλύψουν και τη «χασούρα» από τον Δεκέμβριο, το σύστημα επιδότησης των τιμών από τους φόρους στα κέρδη των παραγωγών και με επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, όταν χρειάζεται, εκτιμάται ότι θα «σβήσει» τις επιβαρύνσεις από τις υψηλές τιμές λιανικής.
Όμως, τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που παρακολουθούν στενά τις δημοσιονομικές εξελίξεις ανησυχούν έντονα για τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος, καθώς από τον Ιανουάριο πιθανότατα θα χρειασθεί και πάλι ο κρατικός προϋπολογισμός να επιβαρυνθεί σημαντικά για να καλυφθεί το κόστος των επιδοτήσεων, ενώ τους δύο τελευταίους μήνες, χάρη στη μείωση των τιμών, οι επιδοτήσεις καλύπτονταν πλήρως από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, χωρίς να χρειάζεται συμβολή από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το πόσο ακριβή μπορεί να γίνει για τον προϋπολογισμό η επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος είχε φανεί τον Σεπτέμβριο, όταν είχαν ξεφύγει από κάθε όριο οι τιμές. Συνολικά χρειάσθηκε να καταβληθούν επιδοτήσεις ύψους 1,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 800 εκατ. ευρώ προήλθαν από τον προϋπολογισμό και τα υπόλοιπα από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Τέτοιες επιβαρύνσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ δεν μπορεί να αντέξει για πολλούς μήνες ο προϋπολογισμός του 2023, καθώς το ειδικό αποθεματικό που έχει προβλεφθεί για να τις καλύψει φθάνει το 1 δισ. ευρώ.
Οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, στην τελευταία έκθεση εποπτείας κατατάσσουν τα κόστη των ενεργειακών επιδοτήσεων στην υψηλότερη θέση των κινδύνων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Όπως τονίζουν, «η εξέλιξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας είναι κρίσιμη για τον προϋπολογισμό του 2023. Ενώ τα μέτρα εσόδων, κυρίως ο φόρος επί των εσόδων χονδρικής από την ηλεκτρική ενέργεια, καλύπτουν μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού κόστους των επιδοτήσεων ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τις τρέχουσες μελλοντικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, μια περαιτέρω αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος του μηχανισμού».
Μάλιστα, οι Θεσμοί ασκούν κριτική για τη «γενναιόδωρη» πολιτική της κυβέρνησης στις ενεργειακές επιδοτήσεις και για το γεγονός ότι αυτές δεν είναι στοχευμένες με εισοδηματικά κριτήρια, αλλά παρέχονται οριζόντια στους καταναλωτές. «Η στήριξη ως ποσοστό του ΑΕΠ που παρέχει η Ελλάδα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι από τις υψηλότερες εντός της ΕΕ για το 2022», σημειώνουν. «Η Ελλάδα φαίνεται να είναι εκτεθειμένη στην αύξηση των τιμών της ενέργειας περισσότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, δεδομένης της υψηλής ενεργειακής έντασης της οικονομίας και του σχετικά υψηλού μεριδίου των δαπανών των νοικοκυριών για ενέργεια. Το ακαθάριστο δημοσιονομικό κόστος των ενεργειακών μέτρων εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 5,5% του ΑΕΠ το 2022 και θα αυξηθεί σε 5,8% του ΑΕΠ το 2023, ενώ το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των ενεργειακών μέτρων (σ.σ.: δηλαδή χωρίς τους φόρους στις ενεργειακές εταιρείες) αναμένεται να ανέλθει σε 0,5% του ΑΕΠ το 2023, σημαντικά μειωμένο από 2,3% του ΑΕΠ το 2022».
Αυτή η πρόβλεψη για μεγάλη μείωση του καθαρού δημοσιονομικού κόστους, από το 2,3% στο 0,5% έχει βασισθεί στην υπόθεση ότι το 2023 η μέση τιμή του ρεύματος θα είναι αρκετά χαμηλότερη από το 2022. Καθώς μόλις τώρα αρχίζει ένας δύσκολος χειμώνας για την Ευρώπη, η αποκλιμάκωση στην οποία έχει «στοιχηματίσει» το οικονομικό επιτελείο φαίνεται όλο και πιο αβέβαιη.