Θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και αισιόδοξες προβλέψεις για την περαιτέρω πορεία και τις προοπτικές της, διατυπώνει ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην ετήσια Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που υποβλήθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής και στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Η έκθεση καταγράφει την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία οφείλεται στην αυξανόμενη αβεβαιότητα και την αναθέρμανση των γεωπολιτικών εντάσεων. Παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η Τράπεζα εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει θετική αναπτυξιακή πορεία, αλλά και με αυξημένους κινδύνους.
Αμετάβλητη παραμένει η πρόβλεψη της ΤτΕ για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκτιμάται ότι θα "τρέξει" φέτος με 2,3%, όπως ήταν και η αρχική πρόβλεψη. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025. Θα υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και θα επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027.
Όπως σημειώνει στην Έκθεση της η ΤτΕ, αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ.
Βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
Οι άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ελλάδος από την επιβολή δασμών εκτιμάται οτι θα είναι περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, αντιπροσωπεύοντας μερίδιο μικρότερο από 5% στις συνολικές εξαγωγές το 2024. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι κυρίως έμμεσες, με βασικότερο δίαυλο μετάδοσης τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης της ευρωζώνης και δευτερευόντως την αύξηση της αβεβαιότητας.
Τα βασικά στοιχεία της έκθεσης, οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις:
Η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε περαιτέρω επιβράδυνση το 2025 υπό το βάρος ενός πιο περιοριστικού περιβάλλοντος για το διεθνές εμπόριο και μιας απότομης αύξησης της αβεβαιότητας, εξαιτίας της εμπορικής και οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και λόγω της αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών εντάσεων.
H ανακοίνωση της επιβολής “ανταποδοτικών” δασμών από τις ΗΠΑ σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς εταίρους τους στις αρχές Απριλίου του 2025, προκάλεσε αναταραχή στις διεθνείς αγορές μετοχών και ομολόγων.
Σε αυτό το περιβάλλον, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, παρατηρείται αυξημένη επιφυλακτικότητα των επενδυτών έναντι των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων, καθώς ρευστοποιήθηκαν επενδυτικές θέσεις σε αυτά και ταυτόχρονα οι επενδυτές αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια.
Επιπτώσεις από τους δασμούς
Πρόκειται για εξέλιξη με ιστορική βαρύτητα, που υποδηλώνει τη μειωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζοντας βαθύτερες ανησυχίες για τη μακροοικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ.
Από μόνο του αυτό το γεγονός λειτουργεί ως καταλύτης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς διαβρώνεται η θέση των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο.
Ταυτόχρονα, στη ζώνη του ευρώ καταγράφηκαν καθαρές εισροές σε μακροπρόθεσμα ομόλογα και στην αγορά χρήματος, ενώ σημειώθηκε και ανατίμηση του ευρώ, καθώς οι ευρωπαϊκοί τίτλοι αποτελούν ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, αναδεικνύοντας μια σημαντική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ επέδειξε ανθεκτικότητα στις αρχές του 2025, ωστόσο η ανάπτυξη υπόκειται σε καθοδικούς κινδύνους. Ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, ως απόρροια των επιδεινούμενων συνθηκών στο διεθνές εμπόριο, της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποδυναμώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και υπονομεύει την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη
Παρά τις προκλήσεις που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το α΄ τρίμηνο του 2025, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών εν αναμονή υψηλότερων δασμών.
Το πρώτο πεντάμηνο του 2025 η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη συνεχίστηκε. Οι περισσότεροι δείκτες υποκείμενου πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι ο γενικός πληθωρισμός, μετά από μια παροδική υποχώρηση κάτω από το στόχο, πρόκειται να σταθεροποιηθεί διατηρήσιμα στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) τον Ιανουάριο, το Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Ιούνιο μείωσε, κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.
Η ελληνική οικονομία
Παρά τη σημαντική ενίσχυση της αβεβαιότητας, το α΄ τρίμηνο του 2025 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2,2%.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική. Παράλληλα, η απασχόληση αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται.
Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, παρά τις διακυμάνσεις, παραμένουν σε θετικό έδαφος. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων διατηρούν το δυναμισμό τους φθάνοντας σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Τα δημοσιονομικά
Θετικές ήταν οι δημοσιονομικές εξελίξεις: Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής οδηγούν σε διατηρήσιμη υπεραπόδοση των δημόσιων εσόδων, ενώ σημειώνεται μεγάλη υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ
Το 2024 καταγράφηκε για πρώτη φορά από το 2019 μεταστροφή του αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού.
Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας.
Παράλληλα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες σε 153,6% του ΑΕΠ.
Η καλύτερη της προβλεπόμενης δημοσιονομική επίδοση το 2024 οφείλεται στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων, καθώς και στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην υπεραπόδοση έναντι των δημοσιονομικών στόχων για το 2024 είναι διατηρήσιμοι, γεγονός που δημιούργησε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και επέτρεψε την υιοθέτηση νέων μόνιμων δημοσιονομικών παρεμβάσεων από το 2025.
Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις
Το 2025 οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν ακολουθήσει τις εξελίξεις στις αποδόσεις των άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Έτσι, αυξήθηκαν στα μέσα Μαρτίου, καθώς επηρεάστηκαν ανοδικά από την αύξηση των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων. Όμως, κατά τη διάρκεια της αναταραχής του Απριλίου στις διεθνείς αγορές, μειώθηκαν σε στενή συνάφεια με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ.
Οι αποδόσεις των ελληνικών τραπεζικών και λοιπών εταιρικών ομολόγων συνέχισαν να υποχωρούν παρά την αναταραχή του Απριλίου. Στις θετικές αυτές εξελίξεις συμβάλλουν οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Σε συνάφεια με τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης, συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών.
Έτσι, γίνεται σαφές ότι οι θετικές εγχώριες εξελίξεις λειτουργούν ως ανάχωμα στην αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Το χρηματιστήριο
Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών συμβάδισαν εν πολλοίς με τις διεθνείς εξελίξεις, συνεχίζοντας την ανοδική τους πορεία στις αρχές του 2025.
Η σημαντική υποχώρηση που κατέγραψαν στις αρχές Απριλίου, λόγω της αναταραχής στις διεθνείς αγορές, αντιστράφηκε στη συνέχεια σε μεγάλο βαθμό.
Σε κλαδικό επίπεδο, τη θετική επίδοση του γενικού δείκτη από τις αρχές του 2025 στήριξαν οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι περισσότεροι κλάδοι κατέγραψαν θετικές αποδόσεις.
Επενδύσεις και αποταμίευση
Δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες επενδύσεις, είναι επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ θα μπορούσε επίσης να προέλθει και από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει και την αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να συμβάλουν η ισχυροποίηση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Τέλος, με δεδομένη την εξάρτηση της Ελλάδος από τα ορυκτά καύσιμα, απαιτούνται επειγόντως περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναβαθμίσεις του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ίδιο πλαίσιο, χρειάζονται πρόσθετες δράσεις περιορισμού του ενεργειακού κόστους,