Την ανάγκη να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις και όχι να ανασταλούν ή καταργηθούν μετά τις εκλογές υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2018-2019, που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στην έκθεση, που συμπίπτει με την κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου, η ΤτΕ επαναλαμβάνει την πρόβλεψή της για σοβαρή απόκλιση από το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος. Παράλληλα στέλνει μηνύματα στην κυβέρνηση που θα σχηματισθεί μετά τις εκλογές, υπογραμμίζοντας ότι η «η αντίδραση των αγορών τις τελευταίες εβδομάδες, με τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον, αρκεί βεβαίως οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί να επιβεβαιωθούν με έγκαιρες κινήσεις στην οικονομική πολιτική, που αφορούν το επενδυτικό κλίμα».
Η βασική σύσταση της ΤτΕ στην επόμενη κυβέρνηση είναι να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις και να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις:«Είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων».
Οι προβλέψεις
Η ΤτΕ δεν αναθεωρεί τις προβλέψεις της για την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά. «Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος», τονίζεται, «η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2019, 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021. Η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές».
Εξάλλου, επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη για απόκλιση από το στόχο για το πλεόνασμα: «λαμβάνοντας υπόψη τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή, η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2019, με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ».
Οι κίνδυνοι
Πέραν των κινδύνων που απορρέουν από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, η ΤτΕ επισημαίνει σειρά κινδύνων εσωτερικής προέλευσης:
- Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων ή και ακύρωσή τους θα επιδράσουν αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα και την οικονομική δραστηριότητα.
- Υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι στο δημοσιονομικό τομέα λόγω των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων.
- Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη.
- Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019.
- Επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων.
Ανησυχία για τις τράπεζες
Για τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα, η ΤτΕ δεν κρύβει ότι η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει ασθενής, ενώ δεν είναι ικανοποιητική η μείωση προβληματικών δανείων και θα απαιτηθούν συστημικές λύσεις, όπως αυτές που έχουν προταθεί από το υπ. Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ειδικότερα, τονίζεται ότι:
- «Η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα (14,9% και 15,5% αντίστοιχα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο τέλος του α’ τριμήνου του 2019).
- Το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%). Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες.
- Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων.
- Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στόχος είναι ο δείκτης να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%.
- Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει σχετική συστημική πρόταση. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει επίσης καταθέσει πρόταση για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.