Ένα εικονικό τιμολόγιο που θα βρεθεί μετά από ένα τυχαίο έλεγχο σε μια επιχείρηση μπλέκει στη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου και όλες τις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε αυτό.
Μάλιστα για τις υποθέσεις αυτές, η περίοδος της παραγραφής δεν περιορίζεται στην πενταετία, αλλά εκτείνεται στη δεκαετία.
Αυτό σημαίνει ότι μία επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας που θεωρεί ότι ξέμπλεξε με την εφορία, επειδή χρησιμοποίησε παλαιότερα ένα πλαστό ή εικονικό τιμολόγιο, μπορεί να μπλέξει, ακόμη και αν δεν γίνει έλεγχος στον ίδιο αλλά σε κάποια άλλη επιχείρηση με την οποία είχε την παράνομη συναλλαγή.
Το πλαστό ή εικονικό τιμολόγιο αποτελεί «συμπληρωματικό στοιχείο» κατά την εφορία αλλά και με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων και συνεπώς επεκτείνεται η περίοδος της παραγραφής στη δεκαετία.
Αυτό διευκρινίζει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, σε απάντησή της για μια παρόμοια υπόθεση, η οποία έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, καθώς καλύπτει πλήθος παρόμοιων περιπτώσεων.
Σε ότι αφορά στα εικονικά τιμολόγια, που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν αποτελούν «κινούμενες βόμβες», αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να εντοπιστούν από τον έλεγχο σε τρίτη εταιρεία και να «τρέχουν» όλοι οι εμπλεκόμενοι.
Ως «συμπληρωματικά στοιχεία» θεωρούνται εκείνα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση των φορολογικών αρχών, εντός της πενταετίας που η φορολογική υπόθεση δεν έχει παραγραφεί. Παράδειγμα το εικονικό τιμολόγιο είναι συμπληρωματικό στοιχείο, καθώς δεν μπορούσε ο φορολογικός ελεγκτής να υποπτευθεί ότι έχει διαπράξει τη συγκεκριμένη παράβαση μια επιχείρηση.
Αντίθετα, δεν αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο, η ύπαρξη τραπεζικών καταθέσεων σε ελληνική τράπεζα, ακόμη και αν το υπόλοιπο δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Το ΣτΕ έκρινε, ότι η εφορία όφειλε να ελέγξει τον φορολογούμενο μέσα στην πενταετία, και όχι μετά την πάροδο αυτής.
Η επίμαχη απόφαση της ΔΕΔ
Η ΔΕΔ, με την υπ. αρ. 4139/18/09/2018 απόφασή της αναφέρει συγκεκριμένα ότι:
«Επιπλέον, με την υπ’ αριθμ. 102/2001 γνωμοδότηση του Γ’ τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον υπουργό Οικονομικών με την υπ’ αριθμ. 1020145/ΠΟΛ1100 /10-04-2001, εγκύκλιο, έγινε δεκτό ότι:
«α) Κατά την έννοια των άρθρων 68 παράγραφος 2 ν. 2238/94 και 39 παράγραφος 3 ν. 1642/86 όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 49 παράγραφος 3 ν. 2859/2000, τα πορίσματα και οι διαπιστώσεις ελέγχου που έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο σε τρίτες επιχειρήσεις, προμηθεύτριες επιχειρήσεων που είχαν περαιωθεί με συμβιβασμό, από τα οποία προέκυψε ότι τα εκδοθέντα και καταχωρηθέντα στην λήπτρια επιχείρηση τιμολόγια πώλησης είναι εικονικά, αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία και είναι δυνατή η έκδοση και κοινοποίηση των σχετικών συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου και πράξεων.
β) Δεν αποκλείεται και δεν απαιτείται διενέργεια πλήρους επανελέγχου, αλλά αρκεί να προσδιορισθεί εξ υπαρχής το συνολικό εισόδημα κατά συνεκτίμηση παλαιών και νέων στοιχείων».
Εξάλλου συμπληρωματικό στοιχείο αποτελεί και η έκθεση ελέγχου άλλης οικονομικής εφορίας, εκτός αν αυτή είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου για την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου Προϊσταμένου ΔΟΥ, οπότε θα αποτελούσε μη επιτρεπόμενη έκθεση επανελέγχου της φορολογικής δηλώσεως ΣτΕ 2397/1990 και εφόσον, από νέα στοιχεία, διαπιστώνεται εικονικότητα των εκδοθέντων στοιχείων και απόκρυψη εισοδήματος, δεν αποκλείεται ο εξ υπαρχής και εκ νέου εξωλογιστικός προσδιορισμός, με βάση τόσο τα παλαιά, όσο και τα νέα στοιχεία ΣτΕ 1426/2000.
Ιδιαίτερα δε, συμπληρωματικό στοιχείο, δέον να θεωρηθεί επί εικονικών τιμολογίων η περιέλευση στοιχείων στον αρμόδιο Οικ. Έφορο και μετά την οριστικοποίηση της εγγραφής από έκθεση άλλης οικ. Εφορίας ή στοιχεία τρίτων επιχειρήσεων ή και άλλα έγγραφα όταν αποδεικνύεται η εικονικότητα των τιμολογίων και στοιχείων, έστω και αν αυτά ήταν στην διάθεση του Οικ. Εφόρου καθ’ όσον γι’ αυτά δεν είχε εγερθεί υπόνοια για την εικονικότητά τους κατά την συμβιβαστική επίλυση ούτε ήταν δυνατή άνευ των σχετικών διασταυρώσεων η ανακάλυψη της εικονικότητας, γενομένη σε μεταγενέστερο χρόνο, και τα στοιχεία αυτά συνιστούν οπωσδήποτε νέα στοιχεία αφού έχουν διαφορετικό ουσιαστικό περιεχόμενο από το εμφανιζόμενο στα στοιχεία τους και μπορούν να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικής πράξεως (Διοικ. Εφ. Ιωαννίνων 245/1998 και σκέψεις ΣτΕ 1426/2000).