Με όλο και ταχύτερους ρυθμούς διαβρώνει ο πληθωρισμός τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, καθώς πλέον το πραγματικό επιτόκιο είναι βαθιά αρνητικό, περίπου -10%. Οι τράπεζες δεν σκοπεύουν ούτε μετά τη μεγάλη, επόμενη αύξηση επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προσφέρουν αξιόλογες αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων, καθώς διαθέτουν μεγάλα αποθέματα ρευστότητας και ενδιαφέρονται περισσότερο για τα περιθώρια κέρδους, παρά για την προσέλκυση καταθετών.
Το φαινόμενο της «καταστροφής» καταθέσεων από τον υψηλό πληθωρισμό δεν έχει παρατηρηθεί στα χρόνια όπου η Ελλάδα συμμετέχει στην ευρωζώνη και θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στις εποχές της δραχμής για εντοπίσει κάτι αντίστοιχο με όσα συμβαίνουν σήμερα. Άλλωστε, στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα από το 2013 και μετά, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλός ή και αρνητικός σε ορισμένα έτη, βοηθώντας στη βελτίωση της πραγματικής απόδοσης των καταθέσεων, παρότι οι τράπεζες ήταν σταθερά φειδωλές στα επιτόκια των καταθέσεων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην τελευταία έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική, είχε σημειώσει το πρόβλημα της διάβρωσης των καταθέσεων από τον πληθωρισμό, εκτιμώντας τότε, με βάση τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του πρώτου τετραμήνου του έτους, ότι το αρνητικό πραγματικό επιτόκιο ξεπερνούσε το 7%. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός έκτοτε διατηρήθηκε σταθερά σε επίπεδα άνω του 10%, με κορύφωση στο 12,1% τον Ιούνιο, υπολογίζεται ότι με στοιχεία 7μήνου το αρνητικό πραγματικό επιτόκιο βρίσκεται πλέον πολύ κοντά σε διψήφιο ποσοστό.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες προσφέρουν στους ιδιώτες καταθέτες επιτόκιο μόλις 0,03% για νέες καταθέσεις, ενώ για τις νέες καταθέσεις επιχειρήσεων πληρώνονται... φύλακτρα, αφού το μέσο επιτόκιο, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ για τον Ιούλιο, ήταν αρνητικό (-0,01%). Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει ήδη προχωρήσει σε μία αύξηση επιτοκίου κατά μισή μονάδα και πιθανότατα την Πέμπτη θα αποφασίσει άλλη μία, πολύ μεγάλη αύξηση, κατά 0,75%, οι τραπεζικές διοικήσεις αναμένεται να περιορισθούν σε πολύ μικρές αναπροσαρμογές στα επιτόκια καταθέσεων, ενώ μεγαλύτερες θα είναι οι αυξήσεις στα επιτόκια των δανείων, ώστε να βελτιώσουν κι άλλο το περιθώριο επιτοκίου, που είχε διαμορφωθεί σε 3,53% τον Ιούλιο.
Σχολιάζοντας το θέμα της επίδρασης του υψηλού πληθωρισμού στις καταθέσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος σημείωνε στην έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική ότι πλέον είναι υψηλό το κόστος διακράτησης ρευστού σε μορφή καταθέσεων και γίνονται ελκυστικότερες οι εναλλακτικές τοποθετήσεις. Ειδικότερα, ανέφερε ότι:
- Τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρονται στις Mη Χρηματοποπιστωτικές Eπιχειρήσεις και στα νοικοκυριά διαμορφώθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2022 σε οριακά θετικές τιμές στις καταθέσεις προθεσμίας και μηδενίστηκαν στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου).
- Η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα σε τόσο χαμηλά επίπεδα, η οποία υποβοηθεί και τη διατήρηση χαμηλών δανειακών επιτοκίων, συνδέεται με τις βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας που αντιμετώπισαν οι ελληνικές τράπεζες, ως απόρροια: (α) της αύξησης των καταθέσεων λιανικής κατά τα προηγούμενα έτη και (β) της συνέχισης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
- Σε πραγματικούς όρους, το επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας για τις MXE και τα νοικοκυριά ήταν έντονα αρνητικό το τρέχον έτος (Ιανουάριος-Απρίλιος 2022: -7,15% και -7,09% αντίστοιχα, μέσος όρος 2021:-0,5% και -0,4%).
- Η διαμόρφωση των πραγματικών επιτοκίων σε αρνητικό επίπεδο κατ’ ουσίαν κατέστησε υψηλό το κόστος διακράτησης ρευστών σε μορφή καταθέσεων και ελκυστικότερες τις εναλλακτικές τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και λοιπών πραγματικών περιουσιακών στοιχείων.
- Γενικότερα, η μείωση των πραγματικών επιτοκίων καταθέσεων, αν όλοι οι λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες παραμείνουν σταθεροί, καθιστά λιγότερο ελκυστική την αποταμίευση και ενισχύει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Είναι ενδιαφέρον, πάντως, και δείχνει ότι οι καταθέτες προσαρμόζονται με πολύ αργούς ρυθμούς στη νέα πραγματικότητα των αρνητικών επιτοκίων, το γεγονός ότι οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται με αρκετά γρήγορο ρυθμό, κάτι βέβαια που αντανακλά περισσότερο τη σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τη διάθεση για αύξηση της αποταμίευσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, αύξηση κατά 483 εκατ. ευρώ παρουσίασαν, τον Ιούλιο του 2022, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, έναντι αύξησης κατά 2.722 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε σε 6,1% από 6,9% τον προηγούμενο μήνα.