Μεγάλες αλλαγές στους κανόνες λειτουργίας του τραπεζικού τομέα, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν στα χρόνια της μεγάλης κρίσης με την επίδραση και των δανειστών, θα επιχειρήσει η κυβέρνηση με την αναμόρφωση του ιδρυτικού νόμου για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την οποία θα διαπραγματευθεί το αμέσως επόμενο διάστημα με τους Θεσμούς, στο πλαίσιο της 13ης αξιολόγησης της οικονομίας. Μια αναμόρφωση που ήδη έχει καθυστερήσει αρκετά, καθώς υπήρχαν και αρκετές διαφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και Θεσμών.
Οι τραπεζικές διοικήσεις βλέπουν αυτή τη συζήτηση ως μια μεγάλη ευκαιρία να απελευθερωθούν από περιορισμούς που είχαν επιβάλει οι δανειστές τα προηγούμενα χρόνια, μεταξύ άλλων και στο καθεστώς των αμοιβών των υψηλόβαθμων στελεχών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θα προτείνει στους Θεσμούς να καταργηθεί το πλαφόν αμοιβών, που σήμερα βρίσκεται στο επίπεδο της αμοιβής του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως και κάθε άλλος περιορισμός στις μεταβλητές αμοιβές (μπόνους) από τη στιγμή που μια τράπεζα θα καταφέρνει να εξυγιαίνει πλήρως το χαρτοφυλάκιο των δανείων της, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να υποχωρούν κάτω από ένα όριο, π.χ. 5%.
Το επιχείρημα που μονίμως προβάλλεται από τις διοικήσεις των τραπεζών λέει ότι οι περιορισμοί στις αμοιβές είναι πλέον κατάλοιπο μιας άλλης εποχής και σήμερα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην προσπάθεια των τραπεζών να προσελκύσουν ικανά στελέχη για να περάσει το τραπεζικό σύστημα στην εποχή της ανάκαμψης. Οι Θεσμοί, πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι θα δεχθούν αυτές τις εισηγήσεις, ή αν θα κρίνουν ότι είναι πρόωρο να απελευθερωθούν πλήρως οι αμοιβές στον τραπεζικό τομέα, χωρίς να υπάρχουν θεσμικοί μηχανισμοί παρέμβασης του ΤΧΣ.
Ένας άλλος περιορισμός που η κυβέρνηση θα επιδιώξει να καταργήσει είναι τα ειδικά δικαιώματα του ΤΧΣ, που του επιτρέπουν να προβάλλει βέτο στις αποφάσεις των τραπεζικών διοικήσεων, ανεξάρτητα από τα ποσοστά συμμετοχής που διατηρεί στη μετοχική σύνθεση. Σε αυτό το θέμα, αναμένεται ότι τα ειδικά δικαιώματα θα συνδεθούν πλέον με τα ποσοστά συμμετοχής του ΤΧΣ, κατά τρόπον ώστε όταν η συμμετοχή περιορίζεται σε χαμηλό ποσοστό (π.χ. κάτω από το 20%), να παύει να υφίσταται η δυνατότητα για προβολή βέτο σε αποφάσεις. Αυτό θα σήμαινε ότι το βέτο θα καταργηθεί άμεσα για την Alpha και τη Eurobank και αργότερα για την Εθνική, την Πειραιώς και την Attica Bank.
Από την πλευρά των τραπεζών ασκείται στην κυβέρνηση πίεση να καταργηθούν και ορισμένοι άλλοι περιορισμοί, που είχαν επιβληθεί από τους δανειστές και θεωρείται ότι είναι σήμερα ώριμο να καταργηθούν. Για παράδειγμα, στόχος είναι να καταργηθούν οι υπερβολικές, όπως κρίνεται από τις τράπεζες, απαιτήσεις για προϋπηρεσία μη εκτελεστικών μελών σε ξένες τράπεζες, αλλά και να καθιερωθεί η απαίτηση όσα στελέχη προσλαμβάνονται να έχουν καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Με τον τρόπο αυτό, οι τραπεζικές διοικήσεις θέλουν να απαλλαγούν από τους ξένους που στελέχωσαν κρίσιμες μη εκτελεστικές θέσεις και να ανακτήσουν Έλληνες τραπεζίτες τον έλεγχο των διοικήσεων.
Το Ελληνικό Δημόσιο θα επιδιώξει, εξάλλου, να αποκτήσει τον έλεγχο της διοίκησης του ΤΧΣ, ορίζοντας τα περισσότερα μέλη, καθώς μέχρι σήμερα στο Ταμείο έχει επιβληθεί τέτοια διοικητική διάρθρωση που πρακτικά διαμορφώνει συνθήκες κυριαρχίας των δανειστών. Πρόκειται για ένα λεπτό σημείο της διαπραγμάτευσης, που δεν είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει υπέρ των ελληνικών θέσεων.
Σε ό,τι αφορά το πλάνο αποεπένδυσης του Ταμείου από τον ελληνικό τραπεζικό τομέα και τον χρόνο ζωής του, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να παραταθεί έως το 2025 η διάρκεια ζωής του ΤΧΣ, ώστε να μην χρειασθεί να γίνουν βιαστικές κινήσεις όσον αφορά την πώληση μετοχών από το χαρτοφυλάκιό του. Πάντως, η διετία 2022 - 2023 θα είναι η κρισιμότερη για την αποεπένδυση του Ταμείου, ενώ δεν αποκλείεται, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες στην αγορά, να διατεθεί ένα μεγάλο πακέτο μετοχών της Εθνικής Τράπεζας μέσα στο τρέχον έτος.