Απεβίωσε την Πέμπτη, 21 Μαΐου, στην Αθήνα, σε ηλικία 97 ετών, η γνωστή επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος Καίτη Κυριακοπούλου, όπως έγινε γνωστό σήμερα από τον όμιλο Imerys.
H Καίτη Κυριακοπούλου γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1922, μεγάλωσε στην Αγγλία και Γαλλία κι έφτασε, στα 13 της, στην Ελλάδα. Σπούδασε Μαθηματικά και Φυσική, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο Mount Holyoke της Μασσαχουσέτης. Εξήντα χρόνια αργότερα, τιμώντας το συνολικό της έργο, το πανεπιστήμιό της, της απένειμε το degree Doctor of Humane Letters honoris causa.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1950, παντρεύτηκε τον Πάρι Κυριακόπουλο και απέκτησε δύο παιδιά, τον Οδυσσέα και την Φλωρίκα. Με τον θάνατο του πατέρα της, το 1970, ανέλαβε την διοίκηση των οικογενειακών επιχειρήσεων Βωξίται Παρνασσού, Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης και Αδελφοί Ηλιόπουλοι. Στη διάρκεια της επιχειρηματικής της πορείας έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για τις τοπικές κοινωνίες όπου δραστηριοποιούνταν οι εταιρείες, δημιουργώντας μεταξύ άλλων Μεταλλευτικά Μουσεία, Πολιτιστικά και Συνεδριακά Κέντρα, με στόχο την οικονομική και πολιτιστική τους ανάπτυξη.
Παραδίδοντας την διοίκηση των επιχειρήσεων στον γιο της Οδυσσέα, είχε την ευκαιρία να συνεχίσει το φιλανθρωπικό και πολιτιστικό της έργο, για το οποίο της έχουν απονεμηθεί δεκάδες διακρίσεις, ανάμεσά τους το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, το ανώτατο βραβείο του Διεθνούς Ρόταρυ, ενώ είχε ανακηρυχτεί «Γυναίκα της Χρονιάς» από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Βιογραφίας.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, εκείνο που περισσότερο, ίσως, από οτιδήποτε άλλο, σκιαγραφεί την Καίτη Κυριακοπούλου είναι το περιστατικό, που συνέβη κατά την πρώτη της επίσκεψη στα μεταλλεία βωξίτη. Ζήτησε να επισκεφθεί μια υπόγεια στοά -και άκρα σιωπή έπεσε στους μηχανικούς που την συνόδευαν. Τελικά, ο πιο θαρραλέος από αυτούς προσπάθησε να εξηγήσει ότι εθεωρείτο μεγάλη γρουσουζιά το να μπει μια γυναίκα στη γαλαρία. Η Καίτη Κυριακοπούλου απάντησε: «Κύριοι, εγώ δεν είμαι μια γυναίκα, είμαι η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας. Αν θέλετε, έρχεστε μαζί, εγώ πάντως μπαίνω».