Ασφυκτικό πλαίσιο για τις χώρες του Νότου, με πρώτη την Ελλάδα που έχει εξασφαλίσει και τα περισσότερα κονδύλια ως ποσοστό του ΑΕΠ της, διαμορφώνονται στη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, που αρνούνται να συζητήσουν οποιαδήποτε παράταση εφαρμογής των προγραμμάτων πέραν του 2026, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο «ξαφνικού θανάτου», δηλαδή απώλειας κονδυλίων για τις χώρες που δεν θα ολοκληρώσουν έγκαιρα την υλοποίηση.
Στη σημερινή συνεδρίαση του συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ, όπου έγινε η ενδιάμεση αξιολόγηση προόδου της υλοποίησης των προγραμμάτων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) πηγές του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι η συζήτηση που έγινε είχε οριζόντια χαρακτήρα, δηλαδή δεν επεκτάθηκε σε επιμέρους θέματα των κρατών μελών. Συζητήθηκε, κατά τις ίδιες πληροφορίες, το αν το πρόγραμμα θα εφαρμοσθεί εφάπαξ ή αν θα μπορούσε να υπάρξει ένα ακόμη Ταμείο Ανάκαμψης για μια επόμενη προγραμματική περίοδο.
Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για να συνεχισθεί η εφαρμογή καθυστερημένων προγραμμάτων του αρχικού προγράμματος, ώστε να μη χαθούν πόροι, κατά τα πρότυπα του ΕΣΠΑ, όπου οι χρηματοδοτήσεις έργων που δεν προχωρούν μεταφέρονται στην επόμενη προγραμματική περίοδο.
Ωστόσο, οι χώρες του Βορρά με πρώτη τη Γερμανία δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται θετικά σε τέτοιες προτάσεις, καθώς διαβλέπουν τον κίνδυνο (κατά τη δική τους οπτική) να μονιμοποιηθεί ένας κεντρικός δημοσιονομικός μηχανισμός, ο οποίος θα αντλεί δάνεια με την εγγύηση των πλουσιότερων χωρών για να χρηματοδοτούνται οι φτωχότερες. Το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του από τον Βορρά επιδιώκουν να μείνει το Ταμείο Ανάκαμψης ως ένας μηχανισμός έκτακτου χαρακτήρα, για να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες της πανδημίας και όλα να τελειώσουν μέσα στις αρχικά συμφωνημένες προθεσμίες.
Ecofin: Όλα τελειώνουν τον Αύγουστο 2026
Αυτές οι πολιτικές ισορροπίες έχουν αποτυπωθεί στο ανακοινωθέν που εξέδωσε το Ecofin για την ενδιάμεση αξιολόγηση του RRF, όπου διατυπώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η επιμονή του Συμβουλίου στην ολοκλήρωση των έργων ως τον Αύγουστο του 2026, παρότι αναγνωρίζονται τα πολλά και σοβαρά διοικητικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες στην υλοποίηση των προγραμμάτων.
Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου με τα συμπεράσματα, το Συμβούλιο «υπογραμμίζει ότι η ταχεία ολοκλήρωση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων έως τον Αύγουστο του 2026 παραμένει καίριας σημασίας για την επίτευξη της πλήρους εφαρμογής του Μηχανισμού. Το Συμβούλιο προσβλέπει στην τελική αξιολόγηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που έχει προγραμματιστεί βάσει του κανονισμού 2021/241 το 2028, προκειμένου να εκτιμηθεί ο πλήρης αντίκτυπος του ΜΑΑ».
Έτσι, δεν αφήνεται το παραμικρό περιθώριο συζήτησης για μετάθεση των προθεσμιών πέραν του Αυγούστου 2026, παρότι τονίζεται σε άλλο σημείο των συμπερασμάτων ότι το Συμβούλιο «αναγνωρίζει ότι η μεγάλη αύξηση της χρηματοδότησης της ΕΕ που διατίθεται για τη στήριξη επενδύσεων μέσω του ΜΑΑ, σε συνδυασμό με εξωτερικούς κλυδωνισμούς, έχουν δημιουργήσει σημαντική πρόκληση όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης στις εθνικές διοικήσεις, μεταξύ άλλων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο».
Επίσης, το Συμβούλιο «σημειώνει τον σημαντικό διοικητικό φόρτο που συνδέεται με την εφαρμογή του Μηχανισμού εντός των κρατών μελών. Καλεί την Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, να προσδιορίσει συγκεκριμένους τρόπους για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων, την αποφυγή αλληλεπικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού έργου που σχετίζεται με την εφαρμογή του μέσου, στο πλαίσιο του κανονισμού 2021/241, διασφαλίζοντας παράλληλα την επαρκή προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης».
Πολλά εισερχόμενα κονδύλια, λίγες εκταμιεύσεις
Με αυτά τα δεδομένα, οι ελληνικές αρχές έχουν μπροστά μια πολύ δύσκολη αποστολή, με τελικό στόχο να φθάσουν ως το τέλος του 2026 χωρίς να εκτροχιασθούν προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, με συνέπεια την απώλεια κονδυλίων. Η Ελλάδα πηγαίνει πολύ καλά ως τώρα στη γραφειοκρατική δουλειά που γίνεται στο επίπεδο του υπουργείου Οικονομικών, για την αποδέσμευση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως δεν έχει καλές επιδόσεις όταν τα κεφάλαια φθάνουν στη χώρα, καθώς τα διοικητικά προβλήματα καθυστερούν την υλοποίηση έργων και τις εκταμιεύσεις κονδυλίων.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, έθεσε το πρόβλημα παρουσιάζοντας την τελευταία έκθεσή του για την οικονομία με αρκετά επιτακτικό τρόπο:
«Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (€15 δισεκ., εκ των οποίων €7,7 δισεκ. σε επιχορηγήσεις και €7,3 δισεκ. σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της.
Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσεις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζεται το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων».
Δύο νέες αιτήσεις για 2,3 δισ.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, στάθηκε στο σκέλος της αποδέσμευσης κονδυλίων ενώ προσπάθησε να υποβαθμίσει τις διοικητικές δυσκολίες. Όπως είπε σήμερα, «μέχρι το τέλος Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να κάνει δύο επιπλέον αιτήσεις πληρωμών για 2,3 δισ. ευρώ δάνεια και 1 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις, καθώς έχει ήδη ολοκληρώσει 18 από τα 20 ορόσημα που απαιτούνται».
Σχετικά με τις δυσκολίες, είπε ότι «η εφαρμογή του ΤΑΑ είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία για όλα τα κράτη μέλη, καθώς πρέπει να απορροφήσουν σε λίγα χρόνια πολλούς ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους, σε συνδυασμό μάλιστα με το ΕΣΠΑ. Οι δυσκολίες που εντοπίζονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορούν όλα τα κράτη μέλη, όπως η έλλειψη ευελιξίας και η περισσότερη από όση αναμενόταν στην αρχή διοικητική δουλειά, πρέπει να αντιμετωπιστούν οριζόντια. Και αυτό πρέπει να συνδυαστεί με τους αναγκαίους ελέγχους τόσο σε εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο».
Ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «το πλησιέστερο ανάλογο εγχείρημα του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ευρώπη είναι το σχέδιο Μάρσαλ. Πολλοί λίγοι θα ισχυριστούν ότι το σχέδιο Μάρσαλ δεν ήταν μια επιτυχία και είμαι αισιόδοξος ότι το ίδιο θα συμβεί και με το Ταμείο Ανάκαμψης στο μέλλον».