Η ελληνική οικονομία θα αντέξει τους κραδασμούς και θα αποφύγει την ύφεση το 2023, ωστόσο ο ρυθμός ανάπτυξης θα πραγματοποιήσει μεγάλη «βουτιά», σε σχέση μ’ αυτόν του 2022. Αυτό είναι ένα κοινά αποδεκτό «συμπέρασμα» για φορείς, θεσμούς και οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι απλώς διαφωνούν στο ύψος της βουτιάς-επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Αυτή την επιβράδυνση του ΑΕΠ το 2023, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής την ονομάζει «ομαλή προσγείωση» για την ελληνική οικονομία. Επισημαίνει ότι η τελευταία θα φρενάρει σημαντικά τους επόμενους μήνες, κάτι που άλλωστε αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων και από το οικονομικό επιτελείο. Κρούει όμως τον κώδωνα του κινδύνου-και αυτό ξεχωρίζει από την έκθεση- για το πολιτικό ρίσκο και την πόλωση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, που αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης-αβεβαιότητας για την οικονομία.
Ανησυχητικές είναι οι εκτιμήσεις των συντακτών της έκθεσης για την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων ελλειμμάτων» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και τους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής κάνει λόγο για ιδιαίτερα ανησυχητική εικόνα του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, σημειώνοντας ότι οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επιδείνωση του εξωτερικού τομέα, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επιβάρυνση της πανδημίας, σηματοδοτεί την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων» ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και τους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει πως «ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά. Χρειάζεται επομένως προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία».
Οι πολιτικοί κίνδυνοι
Στην έκθεσή του για το γ’ τρίμηνο του 2022, το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής αναφέρεται στην ύπαρξη πολιτικού κινδύνου για την πορεία της οικονομίας σημειώνοντας παράλληλα ότι «στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης».
«Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά
Σε ότι αφορά τα οικονομικά μεγέθη, σημειώνεται ότι «ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται, ενώ ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια».
Κρίσιμος για την οικονομία ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων
Παράλληλα, σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, «με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης» και αναμένουμε σημαντική επιβράδυνση της μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πορεία της οικονομίας το 2023.
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις. Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα». Υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Σημειώνεται επίσης ότι «καθοριστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και την υποχώρηση του πληθωρισμού παίζει η περιοριστική νομισματική πολιτική. Όπως είναι αναμενόμενο οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης. Ο τραπεζικός δανεισμός καθίσταται ακριβότερος περιορίζοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων αλλά και επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Αξίζει να επαναλάβουμε ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση) τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.