Με Άποψη

Κίνδυνοι για τη Δημοκρατία- Οι αυταρχικοί ηγέτες, ο Πούτιν και η απειλή Τραμπ


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ταχεία κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων έφερε αισιοδοξία για παγκόσμια επικράτηση της δημοκρατίας. Ο πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα εξέφρασε αυτή την αισιοδοξία, γράφοντας για το "τέλος της ιστορίας".

Τρεις δεκαετίες αργότερα, αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς, ενώ η αμερικανική ακροδεξιά του Τραμπ απειλεί τη θεσμική σταθερότητα στη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες

Του ΒΑΣΙΛΗ ΤΖΗΜΑ

Οι δημοκρατικές κοινωνίες καλούνται όλο και περισσότερο να δώσουν αγώνες επιβίωσης μπροστά σε άκρως επικίνδυνους αντιπάλους, που συντονίζουν όλο και συχνότερα τη δράση τους για να κερδίσουν γεωπολιτικούς πόντους και να αποδείξουν ότι η δημοκρατία δεν είναι ο καλύτερος (ή, έστω, λιγότερο κακός) τρόπος πολιτικής οργάνωσης, αλλά τα αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης θα μπορούσαν να επικρατήσουν και να αποδειχθούν αποτελεσματικότερα

Τα παραδείγματα τέτοιων συνεργασιών είναι πολλά. Από ελληνική σκοπιά ενδιαφέρον παρουσιάζει το "διδυμο" Ερντογάν- Πούτιν.

  •   Ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει τη Ρωσία χωρίς να τηρεί καν τα προσχήματα. Μεγαλώνει την απόσταση που τον χωρίζει από τη Δύση, φθάνοντας πλέον στο σημείο να αναγνωρίζει όχι ως σύμμαχο, αλλά ως αντίπαλο τις ΗΠΑ. «Εξυπηρετεί» τον Πούτιν με κάθε είδους ενέργειες υπονόμευσης της Δύσης - από τη διαρκή απειλή να απελευθερώσει κύματα προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη, ως την τεχνητή διατήρηση υψηλής έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που αποσταθεροποιεί την νοτιοανατολική πτέρυγα του NATO.
  • Προσφέρει την τουρκική οικονομία στον Πούτιν σαν μια πλατφόρμα για τη καταστρατήγηση των διεθνών κυρώσεων στη Ρωσία. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία αποκομίζει μεγάλα οικονομικά οφέλη από πάσης φύσεων συνεργασίες και συναλλαγές -τα 5 δισ. δολ., για παράδειγμα, που έλαβε πρόσφατα η Τουρκία από τη Ρωσία στο πλαίσιο της συμφωνίας για κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ενέργειας είναι κοινό μυστικό ότι απέτρεψαν την κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας.
  • Στη Λιβύη, Πούτιν και Ερντογάν, ενώ αρχικά φαινόταν να βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα, τώρα γίνεται σαφές ότι συντονίζουν τη δράση τους, με κοινό στόχο να απομονώσουν τη δυτική επιρροή και να διαμοιράσουν μεταξύ τους τον ενεργειακό πλούτο..

Μιά άλλη περίπτωση συνεργασίας σε επίπεδο καθεστώτων και όχι απλώς ηγετών, είναι το δίδυμο Ρωσίας- Κίνας.

Λίγο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, Μόσχα και Πεκίνο έδωσαν το στίγμα μιας «φιλίας και συνεργασίας χωρίς όρια» ανάμεσα στα δύο ισχυρότερα αυταρχικά καθεστώτα.

Η Κίνα έχει αναδειχθεί ως ο σπουδαιότερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας στην περίοδο των διεθνών κυρώσεων και ουσιαστικά υποστηρίζει με αυτόν τον τρόπο τη συνέχιση των ρωσικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία.

Σε αυτή τη σχέση, η Κίνα είναι το ισχυρότερο μέρος. Ολα δείχνουν ότι το Πεκίνο επιδιώκει να αξιοποιήσει την προνομιακή πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους και τις πρώτες ύλες της Ρωσίας για να υποστηρίξει τη δική της προσπάθεια να αμφισβητήσει την ηγεμονία των ΗΠΑ και να ενισχύσει την κυριαρχία τους στον ασιατικό χώρο, με σημαντικότερο βήμα την προγραμματισμένη ως το 2027 εισβολή στην Ταϊβάν. Πάντως, η Κίνα αποφεύγει, ιδιαίτερα μετά τις στρατιωτικές ήττες των Ρώσων στην Ουκρανία, να υποστηρίξει ανοικτά την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του Πούτιν, ή να σπάσει τις διεθνείς κυρώσεις με τρόπο που θα εξέθετε τη δική της οικονομία σε δευτερογενείς κυρώσεις

Κλειδί η Ουκρανία

Στα μέτωπα της Ουκρανίας φαίνεται ότι θα κριθούν πολλά σε ό,τι αφορά την προσπάθεια των αυταρχικών κρατών να επικρατήσουν έναντι των δημοκρατικών. Αναμφίβολα, η πιο μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατικές κοινωνίες έρχεται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Πούτιν, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα από τον αυταρχισμό στον ολοκληρωτισμό με αφορμή τον πόλεμο, είναι σαφές ότι επεδίωξε όχι μόνο να εντάξει την Ουκρανία σε ένα νέο σχήμα αυτοκρατορικής, ρωσικής ισχύος, αλλά και να διαλύσει για πάντα την - ατελή - δημοκρατική οργάνωση της χώρας, που έδινε το… κακό παράδειγμα στους δημοκρατικούς Ρώσους πολίτες.

Έχει γίνει ξεκάθαρο εδώ και πολλά χρόνια ότι ο Πούτιν υπονομεύει συνεχώς, με πρακτικές υβριδικού πολέμου, τις δημοκρατικές κοινωνίες. Αποκορύφωμα ήταν, βεβαίως, η πολυσυζητημένη επιχείρηση παρέμβασης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016. Αν ο Πούτιν κατάφερνε να κατακτήσει με στρατιωτικά μέσα την Ουκρανία, αυτή η νίκη θα του έδινε ένα εφαλτήριο για να συνεχίσει από πολύ καλύτερη θέση τη στρατηγική υπονόμευσης των δυτικών δημοκρατιών, που θα έβγαιναν γεωπολιτικά αποδυναμωμένες και θα είχαν να αντιμετωπίσουν έναν θριαμβευτή Πούτιν, με νέες βλέψεις για ενίσχυση με κάθε αθέμιτο μέσο των πλέον αντιδημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων της Δύσης και με απώτερο στόχο να επεκταθεί μια διεθνής συμμαχία αυταρχικών καθεστώτων υπό την ηγεσία του. Η ευρωπαϊκή και αμερικανική Άκρα Δεξιά, που δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για τον Πούτιν, θα λάμβαναν ισχυρή ώθηση από ένα στρατιωτικό του θρίαμβο στην Ουκρανία.

Ο Πούτιν είναι βέβαιος ότι με τον εκβιασμό για τον εφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο και την επαναλαμβανόμενη απειλή για χρήση πυρηνικών θα λυγίσει τις κοινωνίες της Ευρώπης και τις κυβερνήσεις. Δυσκολεύεται να αντιληφθεί την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών λαών να αγωνισθούν για τις αξίες τους. Ως ηγέτης που έχει μάθει να ασκεί πολιτική με απειλές χρήσης βίας, μοιάζει να μην καταλαβαίνει ότι αν χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία, δεν μπορεί παρά να βρεθεί στο στόχαστρο των πυρηνικών όπλων της Δύσης η ίδια η Ρωσία και να καταλήξει η ανθρωπότητα σε πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Οι ηγεσίες της Δύσης έχουν αντιληφθεί την ιστορική σημασία της πρόκλησης από τον Πούτιν, έστω και αν ορισμένες, με πρώτη τη γερμανική, καθυστέρησαν απελπιστικά να περάσουν από τον κατευνασμό στην αποφασιστική αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Χωρίς αμφιβολία, όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ήταν αυτός που αντιλήφθηκε καλύτερα ότι σήμερα οι δημοκρατικές κοινωνίες βρίσκονται μπροστά σε μια πρόκληση που μόνο με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να συγκριθεί.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν χρησιμοποίησε ένα θεσμικό εργαλείο μεγάλου βεληνεκούς για την αναχαίτιση του Πούτιν, το οποίο είχε αξιοποιηθεί το 1941 από τον πρόεδρο Ρούσβελτ για να αντιμετωπιστεί η τότε πανίσχυρη ναζιστική Γερμανία, στην πιο σκοτεινή φάση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μόνο η Μεγάλη Βρετανία αντιστεκόταν στη γερμανική επίθεση. Με τον ιστορικό νόμο για την Εκμίσθωση και Δανεισμό πολεμικού υλικού (Lend-Lease Act) της 11ης Μαρτίου 1941, που προώθησε η διοίκηση Ρούσβελτ, απελευθερώθηκε πλήρως η αποστολή κάθε είδους υλικού στις χώρες που αμύνονταν έναντι των Ναζί, με πρώτη τη Μ. Βρετανία και, αργότερα, τη Σοβιετική Ένωση.

Η αποστολή αμυντικού υλικού χωρίς οικονομικούς περιορισμούς με τον νόμο αυτό,  ο οποίος αναγνωρίζεται από τους ιστορικούς ότι δημιούργησε «οπλοστάσιο των Δημοκρατιών», ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα για τη νίκη έναντι του ναζισμού. Σήμερα, ο Τζο Μπάιντεν υιοθετεί ακριβώς την ίδια στρατηγική, καθώς με τον νόμο Εκμίσθωσης και Δανεισμού στην Ουκρανία ο οποίος εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα, ενισχύει την άμυνα της Ουκρανίας με αποστολές πάσης φύσεως πολεμικού υλικού. Τα υπερσύγχρονα αμερικανικά όπλα και πυρομαχικά, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχουν αναδειχθεί τους τελευταίους μήνες σε βασικό συντελεστή των στρατιωτικών επιτυχιών των Ουκρανών, ιδιαίτερα στην επιτυχημένη αντεπίθεση που έχουν εξαπολύσει στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα.

Η απόφαση Μπάιντεν να αντιμετωπίσει τον Πούτιν όπως ο Ρούσβελτ αντιμετώπισε τον Χίτλερ, δείχνει πόσο σοβαρά αξιολογείται η απειλή για τις δημοκρατίες από το ρωσικό καθεστώς. Έχοντας την απεριόριστη υποστήριξη από τις ΗΠΑ με σύγχρονα όπλα, ο ουκρανικός στρατός, που διαθέτει επαρκές αριθμητικά και αποφασισμένο ανθρώπινο δυναμικό, έχει πείσει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ρωσικές δυνάμεις, ενώ στην αρχή του πολέμου οι περισσότεροι στρατιωτικοί αναλυτές προεξοφλούσαν μια γρήγορη και εύκολη νίκη των Ρώσων. Η αμερικανική παρέμβαση θα έχει αποσοβήσει μια άκρως επικίνδυνη απειλή για τις δημοκρατίες.

Ο εσωτερικός κίνδυνος από τον Τραμπ και τους "MAGA Republicans"

Η δημοκρατία δεν έχει, όμως, μόνο εξωτερικούς εχθρούς. Κίνδυνο αποτελεί και η εσωτερική αμφισβήτησή της στις ΗΠΑ από την ακραία πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιδιώκει να επανέλθει στην εξουσία για να επιβάλει το δικό του αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, ενώ δεν κρύβει τη συμπάθειά του στον Πούτιν.

Ο Τραμπ, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αμφισβητεί το εκλογικό αποτέλεσμα του 2021 υπονομεύοντας τους αμερικανικούς θεσμούς, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και να επιβάλει την πολιτική του MAGA (Make America Great Again), ενώ εμφανίζεται έτοιμος να διεκδικήσει εκ νέου τον Λευκό Οίκο το 2024.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν, σε μια ιστορική ομιλία στη Φιλαδέλφεια, στις 2 Σεπτεμβρίου, απηύθυνε δραματική προειδοποίηση ότι ο Τραμπ και οι οπαδοί του απειλούν να καταστρέψουν τα θεμέλια της αμερικανικής δημοκρατίας. «Οι Ρεπουμπλικάνοι “MAGA” αντιπροσωπεύουν έναν εξτρεμισμό που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας μας», τόνισε, και υπογράμμισε: 

«Δεν σέβονται το Σύνταγμα. Δεν πιστεύουν στο κράτος δικαίου. Δεν αναγνωρίζουν τη βούληση του λαού».

Δυστυχώς, παρά τις προειδοποιήσεις αυτές και παρά τις συνεχείς έρευνες του Κογκρέσου και της Δικαιοσύνης για πιθανές παράνομες ενέργειες του Τραμπ, ο πρώην πρόεδρος παραμένει δημοφιλής σε μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων και ουδόλως μπορεί να αποκλεισθεί μια επιτυχημένη διεκδίκηση της προεδρίας το 2024, ιδιαίτερα αν δεν αντιδράσουν με ισχυρό τρόπο οι υγιείς δυνάμεις της αμερικανικής δημοκρατίας και από τα δύο μεγάλα κόμματα.

Οι ενδιάμεσες εκλογές αυτού του Νοεμβρίου για τα δύο νομοθετικά σώματα μετατρέπονται, σε αυτό το κλίμα, σε μια σημαντική δοκιμασία της αντοχής όχι μόνο του Τζο Μπάιντεν και του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και των αμερικανικών θεσμών. Αν οι ψηφοφόροι αποδυναμώσουν τον Μπάιντεν, στερώντας από τους Δημοκρατικούς την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, δεν θα κάνουν μόνο δυσκολότερη την άσκηση πολιτικής ως τις επόμενες προεδρικές εκλογές, αλλά θα διευκολύνουν την προσπάθεια του Τραμπ να επανέλθει στην εξουσία και να υπονομεύσει τους θεσμούς.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις