Πολύ μακριά βρίσκεται ακόμη η παρουσίαση της λύσης που θα προτείνει η κυβέρνηση για τα δάνεια ελβετικού φράγκου, παρότι ήδη από την εποχή του Κ. Χατζηδάκη στο υπ. Οικονομικών, η κυβέρνηση έδινε την εντύπωση ότι θα επέσπευδε τη διαδικασία, ώστε να ολοκληρωθεί πριν το τέλος του πρώτου εξαμήνου.
Ενδεικτικό των πραγματικών ρυθμών προετοιμασίας είναι ότι γίνονται ως τώρα συζητήσεις με τις τράπεζες, χωρίς όμως να έχει εμπλακεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με τον διοικητή, Γιάννη Στουρνάρα, να εμφανίζεται σχεδόν ενοχλημένος από το γεγονός ότι δεν έχει κληθεί στις διαπραγματεύσεις ο κατ' εξοχήν αρμόδιος φορέας.
Ο κ. Στουρνάρας, μιλώντας στην ΕΡΤ, ξεκαθάρισε ότι δεν γνωρίζει τι ακριβώς επεξεργάζεται η κυβέρνηση σε σχέση με την ένταξη των δανείων ελβετικού φράγκου στον εξωδικαστικό μηχανισμό, σημειώνοντας ότι με τον Κυριάκο Πιερρακάκη έχει κάνει μόνο μια... πρώτη κουβέντα.
«Δεν μπορώ να σας πω λεπτομέρειες γιατί δεν γνωρίζω. Έχω κάνει, η αλήθεια είναι, μια πρώτη κουβέντα άτυπη με τον υπουργό Οικονομικών, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτήν τη στιγμή η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μέρος της διαβούλευσης. Όταν γίνει, και νομίζω θα γίνει γρήγορα, θα μπορέσουμε να δούμε τι ακριβώς λύσεις υπάρχουν, ρεαλιστικές που να μην δημιουργούν πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα».
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, «το πρόβλημα είναι μεγάλο, αλλά πρέπει να βρεθεί μια λύση που να μην δημιουργεί πρόβλημα στις τράπεζες. Διότι δεν θα θέλαμε να δημιουργηθεί ένα τραπεζικό πρόβλημα εκ νέου, με αυτά που έχουμε περάσει. Είμαι βέβαιος ότι η κυβέρνηση θα διαβουλευθεί με την Τράπεζα της Ελλάδος και αν είναι να νομοθετήσει, πρέπει οπωσδήποτε το νέο νομοθέτημα να περάσει από διαβούλευση και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Άρα πρέπει να δούμε προσεκτικά τι δυνατότητες έχουμε».
Η σημείωση από πλευράς του διοικητή της ΤτΕ ότι θα πρέπει να εξετασθεί η νομοθετική λύση όχι μόνο από την ΤτΕ, αλλά και από την ΕΚΤ, που έχει την ευθύνη της τραπεζικής εποπτείας για τις συστημικές τράπεζες, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στο παρελθόν, οι γνωμοδοτήσεις της ΕΚΤ είχαν κινηθεί αντίθετα προς τις πρωτοβουλίες ελληνικών κυβερνήσεων και δεν πρόκειται για μια τυπική διαδικασία.
Με αυτά τα δεδομένα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ΤτΕ δεν έχει καν στα χέρια της μια κυβερνητική πρόταση, ώστε να υπολογίσει τις πιθανές επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, γίνεται σαφές ότι η λύση για τους δανειολήπτες αργεί πολύ και είναι πιθανό να μην ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ούτε μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Το πόσο μακριά βρίσκεται η λύση φάνηκε και από δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τη Δευτέρα, όπου φάνηκε προβληματισμένος από την πολυπλοκότητα του προβλήματος.
«Μελετάμε λύση για το ελβετικό φράγκο, όπως έχουμε ήδη πει. Ένα κομμάτι θα αφορά σίγουρα τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό. Θέλουμε όμως να δούμε πώς αυτό δεν θα χτυπάει στο πρόγραμμα Ηρακλής και με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να γίνει οργανωμένα γιατί έχει πάρα πολλές παραμέτρους αυτή η εξίσωση για να μπορέσεις να τη λύσεις σωστά» τόνισε.
Σημείωσε, επίσης, ότι «υπάρχουν κάποιοι που έχουν ήδη αποπληρώσει τα δάνειά τους. Επίσης, πρέπει να δούμε πώς κινείται η ισοτιμία του ευρώ. Όλα αυτά τα πράγματα αλληλεπιδρούν σε μια λύση στο ελβετικό». Και δήλωσε ότι «σύντομα θα είμαστε σε θέση να μιλήσουμε πιο αναλυτικά και πιο στοχευμένα γι' αυτό».
Η λύση που έχουν προτείνει οι τράπεζες και συζητά η κυβέρνηση κινείται πολύ μακριά από τη λογική ενός οριζόντιου «κουρέματος» ώστε να απαλλαγούν οι δανειολήπτες από το «φούσκωμα» των δανείων τους που προκλήθηκε από την άνοδο της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου. Άλλωστε, οι τράπεζες έχουν κερδίσει αμετάκλητα τις δίκες στον Άρειο Πάγο, ο οποίος έκρινε ως νόμιμη τη ρήτρα εξυπηρέτησης των δανείων με βάση την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία.
Οι τράπεζες έχουν προτείνει την ένταξη όσων δανειοληπτών πληρούν τις προϋποθέσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό, όπου τα «κουρέματα» θα γίνουν όχι με βάση το πόσο διογκώθηκαν οι υποχρεώσεις των δανειοληπτών από τις συναλλαγματικές διαφορές, αλλά πόσο αντέχουν να πληρώσουν με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Αυτή η διαδικασία, επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, εισάγει πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα στο πλαίσιο ρύθμισης των δανείων, αφού είναι δύσκολο να υπολογισθεί εκ των προτέρων πόσοι δανειολήπτες θα καταφύγουν στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ποιο το ύψος των υποχρεώσεών τους και πόσο τελικά θα κουρευτούν.