Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Ελλάδα έχει αυτή την εβδομάδα την ακριβότερη αμόλυβδη βενζίνη στην Ευρώπη, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο τιμών της Κομισιόν. Η βαρύτατη φορολογία φαίνεται ότι έχει συνδυασθεί με κερδοσκοπικές διαθέσεις του κυκλώματος διακίνησης καυσίμων, εν μέσω της θερινής περιόδου αυξημένης ζήτησης, για να οδηγήσει σε μια ακραία επιβάρυνση των Ελλήνων καταναλωτών.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν σταθερά στις υψηλότερες θέσεις στο δελτίο της Κομισιόν με τις τιμές της αμόλυβδης βενζίνης, κυρίως εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στους έμμεσους φόρους (ΕΦΚ και ΦΠΑ), που έγιναν με... απελπισμένη εισπρακτική λογική κατά την περίοδο των μνημονίων.
Όμως, στη διάρκεια της παρούσας ενεργειακής κρίσης, οι τιμές της αμόλυβδης στην Ελλάδα αυξήθηκαν περισσότερο από όσο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να φθάσουμε αυτή την εβδομάδα, για πρώτη φορά από τότε που δημοσιεύει τα σχετικά στοιχεία η Κομισιόν, να έχουμε την ακριβότερη αμόλυβδη της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι, μετά τις προσωρινές μειώσεις που έγιναν πρόσφατα στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στη Γερμανία, ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει 46 λεπτά παραπάνω για κάθε λίτρο αμόλυβδης από τον πολύ πλουσιότερο Γερμανό καταναλωτή!
Όπως φαίνεται στον πίνακα από το Oil Bulletin της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με μέση τιμή 2,344 ευρώ το χιλιόλιτρο (2,34 ευρώ το λίτρο), η Ελλάδα έχει πλέον την ακριβότερη αμόλυβδη σε όλη την Ευρώπη. Στην πολύ πλουσιότερη Ολλανδία, που έχει μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στα καύσιμα από την Ελλάδα και ήταν σταθερά η ακριβότερη χώρα της Ευρώπης εδώ και χρόνια, οι καταναλωτές πληρώνουν μόνο 2,25 ευρώ το λίτρο!
Οι τιμές της αμόλυβδης στην Ευρώπη (ευρώ/1000 λίτρα)
Στη Γερμανία, με τη μείωση των φόρων που αποφάσισε για ένα τρίμηνο η κυβέρνηση Σολτς, οι καταναλωτές έχουν δει πολύ σημαντικές ελαφρύνσεις στο κόστος των καυσίμων, με την τιμή της αμόλυβδης να έχει πέσει στα 1,88 ευρώ, δηλαδή 46 λεπτά χαμηλότερα από την ελληνική. Η διαφορά επιβάρυνσης για τον Έλληνα καταναλωτή είναι απογοητευτική: σε ένα γέμισμα με 40 λίτρα αμόλυβδης, ο Έλληνα θα πληρώσει 94 ευρώ και ο Γερμανός καταναλωτής μόλις 75, δηλαδή σχεδόν 20 ευρώ λιγότερα!
Περαιτέρω υπολογισμοί, με τη στάθμιση και της διαφοράς εισοδημάτων στις δύο χώρες, οδηγούν σε εξοργιστικά συμπεράσματα. Οι Γερμανοί είχαν το 2021 κατά κεφαλήν εισόδημα 35.290 ευρώ, περίπου διπλάσιο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, που ήταν μόλις 17.590 ευρώ. Αν ξόδευε ένας Γερμανός όλο το μηνιαίο του εισόδημα σε αμόλυβδη βενζίνη, θα αγόραζε 1.564 λίτρα, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερα από τον Έλληνα, που θα αγόραζε μόνο 626 λίτρα.
Το πρόβλημα των υψηλών τιμών στις αντλίες, όμως, φαίνεται ότι δεν σχετίζεται μόνο με τους υψηλούς φόρους στην Ελλάδα, αλλά και με την κερδοσκοπία του ολιγοπωλιακού κυκλώματος διακίνησης καυσίμων της χώρας. Η Ολλανδία, για παράδειγμα, εξακολουθεί να έχει υψηλότερους φόρους από την Ελλάδα, αλλά πλέον έχει χαμηλότερη τιμή, πιθανότατα επειδή λειτουργεί καλύτερα ο ανταγωνισμός και πέρασαν πιο γρήγορα οι μειώσεις διεθνών τιμών στους καταναλωτές.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, αξιοποιώντας και τη μεγάλη, εποχική αύξηση της ζήτησης του καλοκαιριού, φαίνεται ότι οι τιμές, κατά τη γνωστή έκφραση των οικονομολόγων, εκτοξεύονται σαν πύραυλος όταν ανεβαίνουν οι διεθνείς τιμές, αλλά υποχωρούν με ρυθμούς... φτερού, όταν οι διεθνείς τιμές πέφτουν. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει ανακοινώσει ότι ερευνά το θέμα, επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι τέτοιες πρακτικές ακολουθούνται στην ελληνική αγορά, αλλά οι ρυθμοί διερεύνησης από την ανεξάρτητη αρχή είναι πάντα πολύ αργοί και δεν προβλέπεται να συμβάλλουν αυτές οι έρευνες άμεσα στην αποκλιμάκωση των τιμών.
Η εξέλιξη του προβλήματος με τις υψηλές τιμές των υγρών καυσίμων δείχνει ότι η απόφαση της κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε, έστω προσωρινές, μειώσεις των ειδικών φόρων αποτέλεσε μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία, καθώς μάλιστα το Eurogroup έδωσε πριν λίγες ημέρες σαφείς οδηγίες στις κυβερνήσεις να σταματήσουν τις μειώσεις φόρων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Έτσι, οι Έλληνες καταναλωτές θα πρέπει να αρκεσθούν σε λίγες δεκάδες ευρώ επιδότησης μέσω των προγραμμάτων Fuel Pass της κυβέρνησης, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, οι Γερμανοί καταναλωτές είχαν ουσιώδη ελάφρυνση μέσω της μείωσης των φόρων, που γίνεται αισθητή σε κάθε γέμισμα στο ρεζερβουάρ.
Υπενθυμίζεται ότι τέταρτο υψηλότερο φόρο κατανάλωσης βενζίνης στην Ευρώπη πληρώνουν σήμερα οι Έλληνες καταναλωτές, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Tax Foundation,
Όπως σημειώνει το Tax Foundation, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί από τις χώρες της ΕΕ να επιβάλλουν ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης 0,36 ευρώ ανά λίτρο στη βενζίνη. Στον χάρτη που δημοσιεύει το ίδρυμα φαίνεται ότι μόνο η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Πολωνία τηρούν τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή καυσίμων. Όλες οι άλλες χώρες της ΕΕ επιλέγουν να επιβάλλουν υψηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στη βενζίνη.
Ο χάρτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη (ευρώ/λίτρο)
Η Ολλανδία έχει τον υψηλότερο φόρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 0.82 € ανά λίτρο. Η Ιταλία εφαρμόζει τη δεύτερη υψηλότερη τιμή στα 0.73 € ανά λίτρο), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία με 0.72 € ανά λίτρο και την Ελλάδα (0,70 ευρώ ανά λίτρο). Ο χαμηλότερος φόρος βενζίνης είναι στην Ουγγαρία, στα 0,34 ευρώ ανά λίτρο. Το επόμενο χαμηλότερο είναι στη Βουλγαρία και την Πολωνία (και οι δύο στα 0.36 € ανά λίτρο).
Φέτος, σημειώνει το Tax Foundation, οι ευρωπαϊκές χώρες είδαν τις τιμές της ενέργειας να αυξάνονται σημαντικά, εν μέρει λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Έντεκα χώρες μείωσαν προσωρινά τους φόρους φυσικού αερίου και ντίζελ για να καταπολεμήσουν εν μέρει τις υψηλότερες τιμές. Η Γερμανία εφάρμοσε τη μεγαλύτερη προσωρινή μείωση φόρου κατανάλωσης στη βενζίνη, από 0,67 ευρώ σε 0,36 ευρώ, ακολουθούμενη από τη μείωση του Βελγίου από 0,60 ευρώ σε 0,46 ευρώ. Όλες οι προσωρινές περικοπές προβλέπεται να λήξουν το αργότερο στο τέλος του ημερολογιακού έτους.
Τα ελληνικά έσοδα από τα «χαράτσια» στον ενεργειακό τομέα ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μόλις 1,9% του ΑΕΠ. Χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, παρότι αντιμετώπισαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στη διάρκεια της κρίσης της περασμένης δεκαετίας, διατηρούν σχετικά χαμηλά τη φορολογική επιβάρυνση των ενεργειακών προϊόντων (1,5% του ΑΕΠ και 1,9%, αντίστοιχα).
Με βάση στοιχεία της περιόδου 2015 - 2020, τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο ντίζελ και τη βενζίνη ανέρχονται συνολικά περίπου σε 4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ένα μέτρο όπως αυτό που εφαρμόσθηκε στη Γερμανία, για παράδειγμα με μείωση κατά 50% στον ΕΦΚ βενζίνης και ντίζελ για τρεις μήνες, θα είχε κόστος της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα αρκετά «ακριβό» μέτρο πολιτικής, που όμως θα είχε μεγάλη πολιτική αξία, αφού θα συνέβαλε στην αποφυγή μιας έκρηξης κοινωνικής δυσαρέσκειας μέσα στο καλοκαίρι.