Σε αποτελεσματικό εργαλείο πάταξης της φοροδιαφυγής αναδεικνύεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου από την Εφορία και η καταμέτρηση των καταθέσεων του ελεγχόμενου.
Η Εφορία το χρησιμοποιεί κατά κόρον, όπως αποδεικνύεται από τις υποθέσεις που φτάνουν στη ΔΕΔ οι οποίες τιτλοφορούνται «Προσαύξηση περιουσίας - Άρση τραπεζικού απορρήτου για έλεγχο λογαριασμών».
Είναι χαρακτηριστικό, πως, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ, από τις 9 τελευταίες υποθέσεις που εκδικάστηκαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, οι 7 αφορούσαν φορολογούμενους (φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις), στους οποίους άρθηκε το τραπεζικό απόρρητο και η Εφορία βρήκε στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ποσά τα οποία δεν μπόρεσαν να τα δικαιολογήσουν, άλλοι στο σύνολό τους και άλλοι εν μέρει.
Οι συγκεκριμένες υποθέσεις αφορούν ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 2018 και αφορούσαν στη χρήση 2012, η οποία παραγράφονταν στις 31 Δεκεμβρίου του 2018 και προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή η ΑΑΔΕ επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανές μπαράζ φορολογικών ελέγχων.
Ορισμένοι από τους ελεγχθέντες, μετά την κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, προσβλέποντας σε διαγραφή των προστίμων ή έστω σε μείωσή τους.
Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις, ορισμένοι μόνο δικαιώθηκαν εν μέρει, όσοι δηλαδή μπόρεσαν και δικαιολόγησαν μέρος των καταθέσεων.
Το ειδικό λογισμικό
Οι έλεγχοι γίνονται με τη χρήση του «Ειδικού Λογισμικού Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο αντλεί στοιχεία από τις εγχώριες τράπεζες. Τα στοιχεία αυτά αφορούν στο σύνολο των χρηματοοικονομικών προϊόντων (καταθέσεις, ομόλογα, αμοιβαία κ.λπ.), καθώς και των διενεργηθέντων σε αυτά αναλυτικών κινήσεων.
Στη συνέχεια, από το taxisnet αντλούνται τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου και συγκρίνονται με τις κινήσεις των λογαριασμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων για κάθε φορολογικό έτος χωριστά. Όλη η διαδικασία αυτή και η επεξεργασία των δεδομένων (τραπεζικών και φορολογικών) γίνεται αυτόματα, με την εκτίμηση πρωτογενών καταθέσεων, μέσω της χρήσης μηχανογραφικών ελεγκτικών εντολών, για κάθε φορολογικό έτος και προκύπτει το άθροισμα του συνόλου των δηλωθέντων πραγματικών εισοδημάτων/εσόδων (φορολογητέων, αυτοτελώς φορολογημένων και αφορολόγητων) στα υπό έρευνα έτη.
Η σχετική διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και μόλις διαπιστώνεται δυσαρμονία εισοδημάτων και καταθέσεων, χτυπάει συναγερμός και ο καταθέτης/φορολογούμενος καλείται για εξηγήσεις.
Επίσης, το Ειδικό Λογισμικό και η άρση του τραπεζικού απορρήτου χρησιμοποιείται πλέον σε κάθε φορολογικό έλεγχο, κατά τον οποίο αντιπαραβάλλονται τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων και των βιβλίων και στοιχείων, με τα ποσά που εμφανίζονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Με την ολοκλήρωση του ελέγχου, η διαφορά του εισοδήματος που προέκυψε φορολογείται από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 26% μέχρι τις 50.000 ευρώ και με 33% για το επιπλέον ποσό.
Δεδομένου ότι οι υποθέσεις οι είναι παλαιές (5 και 6 ετών) υπολογίζονται και οι προσαυξήσεις και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και εξακοντίζεται η τελική επιβάρυνση επί του 70% έως και 90% του ποσού των «μαύρων» καταθέσεων, όπως έχει αποκαλύψει το Σin.
Μεταξύ των τελευταίων ευρημάτων είναι ιδιοκτήτης ταβέρνας των ανατολικών προαστείων της Αττικής, που δήλωνε μηδενικά κέρδη ή και ζημιές (260.000 ευρώ το 2012), αλλά στους τραπεζικούς του λογαριασμούς βρέθηκε ποσό πάνω από 1,3 εκατ. ευρώ.