Μία από τις πιο ηχηρές υποθέσεις λογοκρισίας στην αμερικανική τηλεόραση, η απομάκρυνση του Jimmy Kimmel, φαίνεται να συνδέεται με μια πολύ μεγαλύτερη ιστορία: την προσπάθεια της Nexstar Media να ολοκληρώσει εξαγορά-μαμούθ ύψους 6,2 δισ. δολαρίων, η οποία βρίσκεται υπό την έγκριση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC).
Λίγες ημέρες μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ για δεύτερη προεδρική θητεία, ο διευθύνων σύμβουλος της Nexstar, Perry Sook, επανέλαβε δημόσια την επιθυμία του να περιοριστεί αυτό που χαρακτήρισε «ακτιβιστική δημοσιογραφία». Την Τετάρτη, ο Sook πέρασε από τα λόγια στις πράξεις: η Nexstar, που κατέχει περίπου 30 τοπικούς σταθμούς του δικτύου ABC, αποφάσισε να «προλάβει» την εκπομπή Jimmy Kimmel Live! αποσύροντάς την από το πρόγραμμα.
Λίγο αργότερα ακολούθησε η Sinclair, και η Disney, ιδιοκτήτρια του ABC, δεν είχε άλλη επιλογή από το να θέσει τον Kimmel σε αόριστη αναστολή.
Η απόφαση συνδέθηκε άμεσα με τα σχόλια του παρουσιαστή για τον θάνατο του συνεργάτη του συντηρητικού σχολιαστή Charlie Kirk, τα οποία προκάλεσαν αντιδράσεις. Ο επικεφαλής του τμήματος εκπομπών της Nexstar, Andrew Alford, χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Kimmel «προσβλητικές και αναίσθητες σε μια κρίσιμη στιγμή του δημόσιου διαλόγου» και τόνισε πως δεν εκφράζουν τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιούνται οι σταθμοί.
Ωστόσο, το χρονικό σημείο δεν πέρασε απαρατήρητο: μόλις λίγες εβδομάδες πριν, η Nexstar είχε ανακοινώσει την εξαγορά της Tegna, που θα της προσέθετε 64 ακόμη σταθμούς σε 51 αγορές και θα εκτόξευε την κάλυψή της σε περίπου 80% των αμερικανικών νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τους κανονισμούς της FCC, το όριο ανώτατης κάλυψης βρίσκεται στο 39%. Επομένως, η συμφωνία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο εφόσον η Επιτροπή χαλαρώσει τους υφιστάμενους περιορισμούς.
Η συγκυρία δίνει στην FCC και στον πρόεδρό της, Brendan Carr, σημαντική δύναμη πίεσης. Ο Carr, ο οποίος διορίστηκε επικεφαλής της Επιτροπής από τον Τραμπ, έχει δείξει την πρόθεσή του να ενισχύσει τους τοπικούς σταθμούς εις βάρος των εθνικών μέσων, που θεωρούνται πιο «φιλελεύθεροι». Μάλιστα, έχει ήδη ανοίξει έρευνα για τις πολιτικές διαφορετικότητας και συμπερίληψης της Disney και του ABC.
Η Nexstar, πάντως, διέψευσε ότι συνεργάστηκε με την FCC για την απομάκρυνση του Kimmel, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση ήταν αποκλειστικά δική της.
Παρά ταύτα, ειδικοί στα media θεωρούν πως η υπόθεση αποκαλύπτει τον κίνδυνο που ελλοχεύει, όταν ισχυροί όμιλοι χρειάζονται ρυθμιστική έγκριση για εξαγορές δισεκατομμυρίων: δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο εύκολα περιορίζονται ή και «φιμώνονται» δημοσιογραφικές φωνές.
Ο καθηγητής Σάμιουελ Φρίντμαν του Columbia Journalism School μίλησε για «αποτυχία θεσμών» μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας Τραμπ, προειδοποιώντας για ένα «ψυκτικό αποτέλεσμα» που πλήττει την ελευθερία του Τύπου. Ακόμη και οι συντηρητικότερες ομάδες, όπως οι Hollywood Teamsters, καταδίκασαν τη Nexstar, τη Sinclair και τη Disney, κάνοντας λόγο για «επικίνδυνη τάση» εταιρειών που επιχειρούν να επισπεύσουν συγχωνεύσεις παρακάμπτοντας την ομαλή διαδικασία.
Ο Perry Sook, με καταγωγή από τη Δυτική Βιρτζίνια και παρελθόν ως παρουσιαστής ειδήσεων, έχει καταφέρει να χτίσει τον μεγαλύτερο όμιλο τοπικής τηλεόρασης στις ΗΠΑ. Πολιτικά δύσκολα κατηγοριοποιείται, αφού έχει χρηματοδοτήσει υποψηφίους και από τα δύο κόμματα. Παρουσιάζει το δίκτυο NewsNation ως «μεσαίο δρόμο» ανάμεσα σε MSNBC και Fox News, με στόχο την προσέλκυση θεατών που αναζητούν «μη κομματική» ενημέρωση.
Παρά την όποια ουδετερότητα, σε ένα σημείο ο Sook είναι ξεκάθαρος: στη στήριξη της απορρύθμισης της τηλεόρασης. Τον προηγούμενο μήνα διαβεβαίωσε τους επενδυτές ότι "η συμφωνία με την Tegna δεν κινδυνεύει", εκφράζοντας αισιοδοξία για συνεργασία με τις ρυθμιστικές αρχές και τροποποίηση των παλαιών κανόνων.
Η υπόθεση Kimmel λειτουργεί έτσι ως ενδεικτικό παράδειγμα του πώς οι στρατηγικές συγχωνεύσεων και οι πολιτικές ισορροπίες διαμορφώνουν το τοπίο των αμερικανικών media — και πόσο εύθραυστη μπορεί να αποδειχθεί η ανεξαρτησία της τηλεόρασης απέναντι σε οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Α.Ν