Τρεις είναι οι παράγοντες που εντοπίζει σε σχέση με τις προκλήσεις για το τραπεζικό περιβάλλον ο Νίκος Χριστοδούλου, partner, consulting leader, Deloitte Ελλάδος, μιλώντας στο Moneyreview Banking Summit: Ο πελάτης, η τεχνολογία και το κανονιστικό πλαίσιο.
Όπως ανέφερε «ο πελάτης έχει αλλάξει συμπεριφορά, έχει γίνει απαιτητικός», ενώ «η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα σε ανταγωνιστές να μπουν πολύ γρήγορα» στον ανταγωνισμό. Επισήμανε ότι «οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προκλήσεις, όπως για παράδειγμα στις πληρωμές», λέγοντας ότι «πρέπει να δουν τα καταστήματα, πώς θα τις οδηγήσουν σε οργανική κερδοφορία. Χαρακτήρισε τη διαχείριση των δεδομένων ως «μία επιπλέον πρόκληση για τις τράπεζες».
Ερωτηθείς για αν έχουν πετύχει νίκες οι τράπεζες, είπε ότι «η απάντηση είναι καταφατική. Τα χαρτοφυλάκιά τους σε μεγάλο βαθμό έχουν εξυγιανθεί. Είναι σε θέση να πάνε στην επόμενη μέρα και την ελληνική οικονομία».
Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις σε σχέση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τόνισε η Deloitte κάθε δύο χρόνια κάνει αξιολόγηση όσον αφορά στην ψηφιακή ωριμότητα των τραπεζών, για να προσθέσει ότι «οι ελληνικές τράπεζες σκοράρουν πολύ καλά - έχουν κάνει σημαντικά βήματα».
Συνεχίζοντας σχετικά με την επόμενη μέρα για την ψηφιακή ωριμότητα, τόνισε ότι υπάρχουν δύο σημαντικές προκλήσεις: Το mobile banking που είναι εξίσου σημαντικό με το web banking και οι πωλήσεις μέσα από τα ψηφιακά κανάλια.
Η Deloitte έχει κάνει μία μελέτη για «Την τράπεζα του 2030» που έχει ως βασικό συμπέρασμα ότι οι μεγάλες τράπεζες θα εξακολουθήσουν να διατηρούν σημαντικό μερίδιο αγοράς.
Eυκαιρίες και προκλήσεις που επιφυλάσσει το μέλλον, στη σκιά της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία
Στις ευκαιρίες, αλλά και τις προκλήσεις που επιφυλάσσει το μέλλον, στη σκιά της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, αναφέρθηκαν στελέχη του επενδυτικού κόσμου, στο πλαίσιο του Moneyreview Banking Summit.
Ο Christian Kopf, επικεφαλής των αγορών σταθερού εισοδήματος και συναλλάγματος της Union Investment, τόνισε ότι έχει αναβαθμιστεί η αξιολόγηση της Ελλάδας, μιλώντας για θετικές πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση. Όπως είπε, «για εμάς, η Ελλάδα είναι μεγάλο στοίχημα», προσθέτοντας ότι γίνονται συνειδητές επενδύσεις. Χαρακτήρισε, δε, εξαιρετικό το γεγονός πως η Ελλάδα έχει πρόσβαση στις αγορές. Ως προς τις προκλήσεις για το μέλλον, στάθηκε στο τέλος του προγράμματος της ΕΚΤ και τις εξελίξεις στην Ουκρανία, αν και διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει λόγος να αποσυρθεί η Union Investment από την αγορά των ελληνικών ομολόγων, προσθέτοντας ότι επιθυμεί να επενδύσει μεγάλα ποσά. Είπε επιπλέον ότι υπάρχουν μεγάλοι παίκτες οι οποίοι θέλουν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, ενώ εξέφρασε την εκτίμηση ότι θα υπάρχει ζήτηση για τα πράσινα ελληνικά ομόλογα.
Ο Γιώργος Κάτσικας, διευθύνων σύμβουλος της UBS, σημείωσε ότι οι τράπεζες τώρα βγαίνουν πιο δυνατές ως προς τα κεφάλαιά τους. Όπως είπε, η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει ισχυρή σε όλες τις τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται σε καλή θέση για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία της χώρας μέσα στα επόμενα χρόνια. Φυσικά, όπως τόνισε, υπάρχουν και προκλήσεις που σχετίζονται με εξωγενείς παράγοντες, όπως οι γεωπολιτικές αναταράξεις, η ενέργεια, αλλά και ο φόβος για στασιμοπληθωρισμό. Παράλληλα, τόνισε ότι υπάρχουν και προκλήσεις που σχετίζονται με τις ίδιες τις τράπεζες. Ανέφερε επίσης ότι είναι κρίσιμο να αξιοποιήσουν οι τράπεζες την τεχνολογία για να μειώσουν το κόστος τους. Ο κ. Κάτσικας ανέφερε ότι η τρέχουσα κατάσταση επηρέασε τις χρηματαγορές, ωστόσο συμπλήρωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν μεγάλη έκθεση στη Ρωσία, αν και η ευαλωτότητα έχει αυξηθεί. Καταλήγοντας, δήλωσε αισιόδοξος για την πορεία των ελληνικών τραπεζών όταν θα υπάρξουν νέα από το μέτωπο του πολέμου.
Από την πλευρά του ο Γιώργος Ελεκίδης, διευθυντής της Bain Capital Credit, ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε δει σειρά κρίσεων, από τα capital controls έως την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπως είπε, η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Επεσήμανε, δε, ότι η Bain Capital Credit είναι πιο προσεκτική και συντηρητική στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας των πρότζεκτ, ωστόσο υπογράμμισε ότι «πάντα είμαστε επικοδομητικοί στην αξιολόγηση των ευκαιριών που διαφαίνονται». Όσο για την αγορά ακινήτων, ανέφερε ότι το κόστος της ενέργειας επηρεάζει τα νέα έργα, με αποτέλεσμα πιθανώς οι επενδυτές να επαναξιολογήσουν κάποια από τα έργα τους.