Αν και η Κίνα έσπευσε να καταδικάσει την επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιράν, ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν δείχνει καμία πρόθεση να στηρίξει στρατιωτικά την Τεχεράνη, τη στιγμή που η χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή στρατιωτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.
Η στάση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Το Πεκίνο έχει κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει κατά της κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή, καλώντας την Ουάσινγκτον και τις εμπλεκόμενες χώρες να επιλέξουν τη διπλωματική οδό και να αποτρέψουν τη διολίσθηση της περιοχής στην «άβυσσο». Ωστόσο, η Κίνα δεν έχει προσφέρει καμία υλική βοήθεια στο Ιράν πέραν της διατήρησης των εμπορικών συναλλαγών, μια στρατηγική που είχε ακολουθήσει και στην περίπτωση της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Όπως συνέβη και με τη Μόσχα, το Πεκίνο έχει παράσχει ρητορική και οικονομική στήριξη, αλλά αποφεύγει επιμελώς την αποστολή οπλικών συστημάτων, προκειμένου να μην εκτεθεί σε αμερικανικές κυρώσεις. Παρόμοια ουδετερότητα είχε επιδείξει και κατά την πρόσφατη σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν, παρά τη στρατηγική του σχέση με το Ισλαμαμπάντ.
Είναι ξεκάθαρο ότι το Πεκίνο δεν θέλει να παγιδευτεί σε μια σύγκρουση με το Ισραήλ, ιδίως όταν πίσω του βρίσκεται μια κυβέρνηση Τραμπ.
Η στρατηγική αποφυγής στρατιωτικών εμπλοκών χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική του Σι. Αυτή η πολιτική «μη παρέμβασης» έχει ενισχύσει τη θέση της Κίνας στον Παγκόσμιο Νότο, όπου επενδύει σε υποδομές και χορηγεί δάνεια, αποφεύγοντας τις πιέσεις για πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Οικονομικά συμφέροντα
Παρότι η Κίνα ενίσχυσε τα τελευταία χρόνια τους δεσμούς με την Ισλαμική Δημοκρατία, εντάσσοντάς την στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης το 2023 και στους BRICS, οι σχέσεις αυτές δεν φέρουν χαρακτήρα συμμαχίας. Η συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας 25 ετών που υπογράφηκε το 2021 με υπόσχεση επενδύσεων 400 δισ. δολαρίων παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστη.
Στην πραγματικότητα, τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας στον Περσικό Κόλπο υπερβαίνουν κατά πολύ τις σχέσεις της με το Ιράν. Το Πεκίνο είναι ο βασικός αγοραστής ιρανικού πετρελαίου, απορροφώντας περίπου το 90% των εξαγωγών του, αλλά για την Κίνα, το Ιράν δεν είναι αναντικατάστατος ενεργειακός εταίρος. Σύμφωνα με τη Fitch, οποιαδήποτε απώλεια ιρανικού πετρελαίου θα μπορούσε να καλυφθεί από άλλα μέλη του OPEC+.
Οι πρώτες ενδείξεις αποστασιοποίησης είναι ήδη ορατές: καθώς αυξάνεται ο φόβος δευτερογενών κυρώσεων, τα ανεξάρτητα κινεζικά διυλιστήρια έχουν περιορίσει τις αγορές ιρανικού πετρελαίου, που υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο τριμήνου τον Μάιο.
Παρά την προσπάθεια του Πεκίνου να διαμεσολαβήσει μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας το 2023, αυτή τη φορά παραμένει στο περιθώριο, περιοριζόμενο σε γενικές εκκλήσεις για εκεχειρία. Μετά από συνομιλία με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Σι κατέθεσε τετρασέλιδο σχέδιο που περιλαμβάνει τη φράση «σταματήστε τον πόλεμο», αλλά χωρίς δεσμευτικά μέτρα.
Η Κίνα έχει πάψει να εξάγει σημαντικά οπλικά συστήματα στο Ιράν από το 2005, ενώ εξακολουθεί να αρνείται την πώληση αντιαεροπορικών συστημάτων ή μαχητικών που θα μπορούσαν να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Αντίθετα, κάποιες εταιρείες με έδρα το Χονγκ Κονγκ έχουν κατηγορηθεί για προμήθεια εξαρτημάτων για ιρανικά drones, με τις ΗΠΑ να επιβάλλουν κυρώσεις νωρίτερα φέτος.
Η διαμεσολάβηση, έστω και ως επιλογή, φαντάζει δύσκολη. Το Ισραήλ είναι απίθανο να αποδεχτεί την Κίνα ως μεσολαβητή, ιδιαίτερα μετά τη σαφή στάση του Πεκίνου υπέρ των Παλαιστινίων. Παράλληλα, η Κίνα προτιμά να κινείται μέσω πολυμερών θεσμών όπως ο ΟΗΕ και σπανίως αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε τέτοιες συγκρούσεις.
Το μεγαλύτερο ρίσκο για το Πεκίνο δεν είναι στρατιωτικό, αλλά οικονομικό: μια γενικευμένη σύρραξη στη Μέση Ανατολή που θα ενέπλεκε τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να απειλήσει την ενεργειακή ασφάλεια της Κίνας. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη εισάγει καθαρό πετρέλαιο και περίπου το 45% περνάει από τα Στενά του Ορμούζ.
Μια απότομη άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων θα δυσχέραινε την προσπάθεια του Πεκίνου να σταθεροποιήσει την ανάπτυξη, εν μέσω αυξανόμενων εμπορικών φραγμών και κρίσης στον τομέα των ακινήτων.
Οι αναλυτές του Bloomberg Economics εκτιμούν ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να καταδικάζει τις συγκρούσεις, αλλά ταυτόχρονα θα επιδιώξει να διατηρήσει ισορροπία στις σχέσεις του με το Ισραήλ, τις χώρες του Κόλπου και το Ιράν, με στόχο την απρόσκοπτη ροή ενέργειας και την περιφερειακή σταθερότητα.
Παράλληλα, ορισμένοι Κινέζοι σχολιαστές βλέπουν μια ευκαιρία: όσο περισσότερο εμπλέκονται οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τόσο λιγότερο θα μπορούν να επικεντρωθούν στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα.
Ωστόσο, εθνικιστικές φωνές εντός Κίνας, όπως ο σχολιαστής Li Guangman, προειδοποιούν πως "μια ενδεχόμενη πτώση του ιρανικού καθεστώτος θα αποτελούσε γεωπολιτική καταστροφή για την Κίνα": θα έθετε σε κίνδυνο τον Δρόμο του Μεταξιού, θα αποσταθεροποιούσε τον Διάδρομο Κίνας-Πακιστάν και θα επανέφερε τις ΗΠΑ στον έλεγχο των πετρελαϊκών αποθεμάτων της περιοχής, παρατείνοντας την «ηγεμονία του πετροδολαρίου».