Τελειώνουν τα χρονικά περιθώρια για την λήψη μέτρων και την εφαρμογή πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο που θα μπορούσαν να ανακόψουν την ανοδική τάση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
60 περιβαλλοντολόγοι και ειδικοί επιστήμονες ολοκλήρωσαν πρόσφατα μία συνδυαστική μελέτη που καταλήγει συμπέρασμα οτι αν δεν γίνουν οι αναγκαίες παρεμβάσεις, άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη θα ξεπεράσει το όριο του 1,5 βαθμού κελσίου.
Το προηγούμενο έτος ήταν το πρώτο κατά το οποίο η μέση παγκόσμια θερμοκρασία του αέρα ήταν περισσότερο από 1,5C πάνω από εκείνη στα τέλη του 1800.
Στην συνθήκη του Παρισιού για το Κλίμα το 2015, οι ηγέτες 200 κρατών συμφώνησαν να λάβουν κάποια μέτρα για να περιορίσουν την άνοδο της θερμοκρασίας και την αλλαγή του κλίματος.
«Τα πράγματα κινούνται όλα προς τη λάθος κατεύθυνση», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας καθηγητής Piers Forster, διευθυντής του Κέντρου Priestley για το μέλλον του κλίματος στο Πανεπιστήμιο του Leeds, σύμφωνα με το BBC. «Παρατηρούμε κάποιες πρωτοφανείς αλλαγές και βλέπουμε επίσης να επιταχύνεται η θέρμανση της Γης και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας», τόνισε.
Αυτές οι αλλαγές «έχουν προβλεφθεί εδώ και αρκετό καιρό και μπορούμε να τις αποδώσουμε άμεσα στο πολύ υψηλό επίπεδο εκπομπών του φαινομένου του θερμοκηπίου” πρόσθεσε ο Φόρστερ.
Στις αρχές του 2020, οι επιστήμονες εκτιμούσαν ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να εκπέμψει μόνο 500 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO2) για να έχει 50% πιθανότητα να συγκρατήσει την αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5C.
Εάν οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα των περίπου 40 δισεκατομμυρίων τόνων ετησίως, τα 130 δισεκατομμύρια τόνοι δίνουν στον κόσμο ελάχιστα περισσότερο από τρία χρόνια μέχρι να εξαντληθεί αυτό το περιθώριο.
Αυτό θα μπορούσε να δεσμεύσει τον κόσμο να παραβιάσει τον στόχο που έχει τεθεί από τη συμφωνία του Παρισιού, τονίζουν οι ερευνητές, αν και ο πλανήτης πιθανότατα δεν θα ξεπεράσει τον 1,5C της ανθρωπογενούς θέρμανσης παρά μόνο κάποια χρόνια αργότερα.
Ίσως το πιο αξιοσημείωτο είναι ο ρυθμός με τον οποίο συσσωρεύεται επιπλέον θερμότητα στο κλιματικό σύστημα της Γης, γνωστός στην επιστημονική ορολογία ως “ενεργειακή ανισορροπία της Γης”.
Κατά την τελευταία δεκαετία περίπου, αυτός ο ρυθμός θέρμανσης είναι υπερδιπλάσιος από αυτόν των δεκαετιών του 1970 και του 1980 και εκτιμάται ότι είναι κατά 25% υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και του 2010.
«Αυτό είναι πραγματικά κάτι πολύ ανησυχητικό, μια πολή μεγάλη αύξηση», δηλώνει ο δρ Μάθιου Πάλμερ της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.
Η πρόσφατη άνοδος οφείλεται βασικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αλλά έχει παίξει ρόλο και η μείωση της ψυκτικής επίδρασης από μικρά σωματίδια που ονομάζονται αερολύματα.
“Αυτή η επιπλέον ενέργεια πρέπει να πάει κάπου. Κάποια πηγαίνει στη θέρμανση της Γης, στην αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα και στο λιώσιμο των πάγων του πλανήτη”, επισημαίνει ο Πάλμερ. Αλλά περίπου το 90% της πλεονάζουσας θερμότητας απορροφάται από τους ωκεανούς. “Αυτό δεν σημαίνει μόνο διαταραχή της θαλάσσιας ζωής, αλλά και αύξηση της στάθμης της θάλασσας” τονίζει.