Οριστική είναι η απόφαση του Βερολίνου να… κατεβάσει από το τρένο της Ελλάδας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επειδή οι προτάσεις του για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους κρίνονται ως «ακριβές» για τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.
Το Ταμείο ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω στις προτάσεις του για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, που οι Γερμανοί εκτιμούν, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, ότι κρύβουν μια μεγάλη απομείωση της παρούσας αξίας των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα, της τάξεως των 100 δισ. ευρώ.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το ΔΝΤ μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων στην Αθήνα για την τέταρτη αξιολόγηση και ενόψει της συνεδρίασης του Eurogroup, στις 24 Μαΐου, τονίζεται, μεταξύ άλλων ότι «συνεχίζονται οι συζητήσεις με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας, με το βλέμμα στην διασφάλιση των διαβεβαιώσεων για την ελάφρυνση χρέους που απαιτείται για ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ».
Αυτές ακριβώς τις διαβεβαιώσεις δεν προτίθεται να δώσει η Γερμανία στις 24 Μαΐου, παρότι αναμένεται ότι θα εγκριθεί επί της αρχής η τεχνική συμφωνία για την τέταρτη αξιολόγηση, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει η συζήτηση να περάσει στο θέμα του χρέους, ώστε να μείνει επαρκής χρόνος για να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα του Ταμείου (συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο, εκταμίευση δόσης, ολοκλήρωση μίας και μοναδικής αξιολόγησης πριν τον Αύγουστο).
Στόχος της Γερμανίας είναι να συνεχισθεί η συζήτηση για το ελληνικό χρέος στο Eurogroup του Ιουνίου, αυτή την φορά, όμως, με το ΔΝΤ σε ρόλο παρατηρητή. Έτσι, χωρίς τις πιέσεις από το Ταμείο, η γερμανική πλευρά εκτιμά ότι θα μπορέσει να επιβάλει τη δική της «λύση» για το χρέος, η οποία θα περιλαμβάνει μια παράταση στην περίοδο χάριτος των δανείων του EFSF (130 δισ. ευρώ) ως το 2030, αλλά και πολιτικό μηχανισμό έγκρισης περαιτέρω μέτρων για την περίοδο μετά το 2030, ο οποίος θα περνά και από το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Spiegel, το Ταμείο ζήτησε να παραταθεί ο χρόνος εξόφλησης και των δανείων του πρώτου μνημονίου, που είχαν χορηγηθεί σε διμερή βάση από τα κράτη ευρωζώνης. Αυτή η πρόταση απορρίπτεται από πολλές κυβερνήσεις, επειδή θα προκαλούσε άμεση επιβάρυνση των προϋπολογισμών τους.
Εάν το Ταμείο διαπιστώσει ότι δεν εξασφαλίζει μια ελάφρυνση χρέους ικανοποιητική με βάση τα δικά του κριτήρια, τα στελέχη του ευρωπαϊκού γραφείου θα πρέπει να διατυπώσουν εισήγηση προς το διοικητικό συμβούλιο για ακύρωση του προγράμματος. Η πρόταση αυτή θα βασίζεται στην εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Αυτό θα δημιουργήσει ένα επιπλέον πρόβλημα, που προκαλεί σοβαρούς πονοκεφάλους στην Φρανκφούρτη: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να καταρτίσει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος, η οποία δεν θα μπορεί να αποκλίνει σημαντικά από την έκθεση του Ταμείου, γιατί αυτό θα έθετε σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.
Έτσι, η Ελλάδα θα πρέπει να βγει στις αγορές έχοντας όχι μόνο το Ταμείο να μην πιστοποιεί τη βιωσιμότητα του χρέους της, αλλά και την ίδια την κεντρική τράπεζα. Αυτό είναι ένας παράγοντας, όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, που οδήγησε την Παρασκευή την απόδοση των 10ετών ομολόγων πάνω από το 4,5%.