Σε εφιάλτη για τους φορολογούμενους που έχουν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς ποσά τα οποία δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματά τους, εξελίσσεται η διαδικασία των «έμμεσων τεχνικών ελέγχου που εφαρμόζουν οι ελεγκτές.
Πρόκειται για ένα σύστημα επαλήθευσης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης του φορολογούμενου, που εφαρμόζεται ήδη από χρόνια, από την αμερικανική φορολογική υπηρεσία το IRS και υιοθετήθηκε από την Ελλάδα το 2012, μετά από συστάσεις του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ.
Το συγκεκριμένο εργαλείο ελέγχου εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία από το Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) στοχεύοντας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις φορολογουμένων που επιλέγονται για έλεγχο και κυρίως σε όσους υπάρχουν στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς, εμβασμάτων, αλλά και σε όσους φορολογούμενους εντοπίζονται να έχουν ασυνήθεις κινήσεις λογαριασμών στις ελληνικές τράπεζες, ή οι καταθέσεις τους δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματά τους.
Ο φορολογούμενος υποχρεούται να παράσχει τα στοιχεία που θα του ζητηθούν, ενώ φέρει το βάρος της απόδειξης για τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία, ενώ το ύψος των δηλούμενων καταθέσεων και μετρητών κατά την έναρξη της πρώτης ελεγχόμενης χρήσης, προκειμένου να γίνει δεκτό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το πραγματικό διαθέσιμο κεφάλαιο προηγουμένων ετών, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τα δεδομένα των υποβληθεισών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, ή από στοιχεία που έχει στην διάθεση της η ελεγκτική υπηρεσία.
Ενδεχομένως θα κληθεί να αποδείξει δαπάνες που έγιναν προ πενταετίας ή και προ δεκαετίας εάν δεν έχει παραγραφεί η υπόθεση.
Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου
Οι τεχνικές ελέγχου που χρησιμοποιούν οι ελεγκτές του ΚΕΦΟΜΕΠ είναι:
1. Η ανάλυση ρευστότητας του φορολογούμενου. Η τεχνική αυτή προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη),τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) καθώς και τις αυξομειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του ελεγχομένου.
2. Η καθαρή θέση του φορολογούμενου Η τεχνική αυτή προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα του φορολογουμένου λαμβάνοντας υπόψη το ενεργητικό, δηλ. όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια (προσωπικά, οικογενειακά και επαγγελματικά), το παθητικό, δηλ. τις υποχρεώσεις (προσωπικές,οικογενειακές και επαγγελματικές), τις δαπάνες (ατομικές,οικογενειακές,επαγγελματικές) και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).
3. Το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά
Η τεχνική αυτή προσδιορίζει φορολογητέο εισόδημα παρακολουθώντας την κίνηση των κεφαλαίων του φορολογουμένου , είτε με την κατάθεση αυτών σε τράπεζες, είτε με την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με την χρήση μετρητών. Ειδικότερα αναλύει τις συνολικές καταθέσεις και τα διαθέσιμα σε τράπεζες αλλά και τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά (επαγγελματικές, οικογενειακές) κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης χρήσης και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
Κατά την τεχνική αυτή από τις συνολικές καταθέσεις της ελεγχόμενης χρήσης αφαιρούνται τα μη υποκείμενα στη φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, μεταφορές κεφαλαίων από τον ένα λογαριασμό στον άλλο και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.
Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες προσωπικές, επαγγελματικές) και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα στη φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς. Το νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξομειώσεις των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων και συγκρίνεται με το συνολικό δηλωθέν εισόδημα.
Πότε χρησιμοποιούνται
Οι μέθοδοι αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσδιοριστούν τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη των επιτηδευματιών. Με βάση τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των τεχνικών αυτών, μπορούν να προσδιοριστούν και οι λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις.
Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται κατά την διάρκεια του φορολογικού ελέγχου για τον προσδιορισμό του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος των φορολογουμένων όταν :
• Υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός (περιουσιακά στοιχεία)
• Πραγματοποιούνται δαπάνες οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα ατομικά ή οικογενειακά εισοδήματα του φορολογούμενου
• Τα δηλωθέντα εισοδήματα από άσκηση ατομικής επιχείρησης ή ελευθερίου επαγγέλματος είναι κοντά στο αφορολόγητο όριο. Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται και φυσικά πρόσωπα μέλη εταιρειών με ζημιογόνα αποτελέσματα.
• Δεν τηρούνται ή δεν επιδεικνύονται τα βιβλία και τα στοιχεία
• Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ή πληροφορίες ότι το πραγματικό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν και υπάρχουν υφίστανται πληροφορίες για παράνομα και αδήλωτα εισοδήματα και δαπάνες.