Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη Γερμανία εκπέμπει ένα σαφές μήνυμα: η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε μια παρατεταμένη φάση χαμηλής δυναμικής και χωρίς τολμηρές μεταρρυθμίσεις κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε χρόνια υποαπόδοση. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ανάπτυξη το 2026 θα φθάσει περίπου στο 1%, ενώ για το 2027 εκτιμάται ότι μπορεί να αγγίξει το 1,5%.
Ωστόσο, το Ταμείο υπογραμμίζει ότι αυτές οι εκτιμήσεις παραμένουν εύθραυστες, δεδομένων των σοβαρών διαρθρωτικών πιέσεων που συντηρούν τη γερμανική οικονομία σε τροχιά «χαμηλής πτήσης». Στο επίκεντρο των ανησυχιών βρίσκεται ο συνδυασμός γήρανσης πληθυσμού, μειούμενου εργατικού δυναμικού, χαμηλής παραγωγικότητας και επιβαρυμένου κόστους εργασίας, στοιχεία που υπονομεύουν σταθερά την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας.
Το ΔΝΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στη νέα δημοσιονομική πολιτική του Βερολίνου, η οποία προβλέπει αυξημένες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως οι υποδομές, η άμυνα και η εκπαίδευση. Παρότι η κατεύθυνση αυτή θεωρείται θετική, το Ταμείο επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητά της θα εξαρτηθεί από τον ακριβή τρόπο εφαρμογής. Η διάθεση των πόρων πρέπει να γίνει με μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στόχευση και όχι με μέτρα βραχυπρόθεσμου αντίκτυπου που δεν ενισχύουν τη δομική ισχύ της οικονομίας. Παράλληλα, η γραφειοκρατία και το περίπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο εξακολουθούν να επιβαρύνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, λειτουργώντας ως αντικίνητρα για επενδύσεις και ως τροχοπέδη στην ανανέωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Στο ίδιο πνεύμα, το ΔΝΤ προτείνει ευρύτερες αλλαγές που αφορούν την αγορά εργασίας, την ενίσχυση της καινοτομίας και την προώθηση μέτρων που θα βελτιώσουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα. Η χώρα καλείται να αποφύγει μέτρα με στενά δημοσιονομικά ή πολιτικά κριτήρια, όπως επιλεκτικές φοροελαφρύνσεις που δεν συνδέονται με αύξηση της παραγωγικότητας. Αντιθέτως, χρειάζεται μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων που θα δίνει ώθηση σε επενδύσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα, ώστε να αντιστραφεί η τάση υποχώρησης της παραγωγικής ικανότητας.
Η σημερινή συγκυρία αποτελεί για τη Γερμανία ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία. Από τη μία πλευρά, οι παρεμβάσεις στις δημόσιες επενδύσεις μπορούν να θέσουν τα θεμέλια μιας νέας τροχιάς ανάπτυξης. Από την άλλη, η αναποτελεσματική χρήση των κονδυλίων ή η απουσία συμπληρωματικών μεταρρυθμίσεων θα εγκλωβίσει τη χώρα σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η στασιμότητα της Γερμανίας δεν αφορά μόνο την ίδια· επηρεάζει την ταχύτητα ανάκαμψης της Ευρωζώνης, την επενδυτική διάθεση και τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, οι εξελίξεις στη Γερμανία έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις. Μια Γερμανία που ανακτά ισχύ θα σήμαινε ενίσχυση της ευρωπαϊκής ζήτησης, βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και σταθερότερο επενδυτικό περιβάλλον. Αντιθέτως, μια παρατεταμένη στασιμότητα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα μπορούσε να αναζωπυρώσει ανησυχίες για την πορεία της ευρωπαϊκής ανάπτυξης και να δημιουργήσει αστάθεια σε εμπορικές ροές, επιτόκια και επενδυτικές αποφάσεις.
Συνολικά, η έκθεση του ΔΝΤ λειτουργεί ως αυστηρή υπενθύμιση ότι η Γερμανία χρειάζεται μια ουσιαστική στροφή σε πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγικότητα, μειώνουν τις στρεβλώσεις και χτίζουν νέα θεμέλια για βιώσιμη ανάπτυξη. Η επόμενη διετία θα είναι κρίσιμη για το εάν η χώρα θα αξιοποιήσει την ευκαιρία των αυξημένων δημοσίων επενδύσεων ή αν θα παραμείνει καθηλωμένη σε μια εποχή χαμηλών προσδοκιών.