«Φρένο πάτησε» η ανάκαμψη της ελληνικής μεταποίησης τον Σεπτέμβριο, καθώς ο δείκτης PMI της S&P Global υποχώρησε στις 52,0 μονάδες από 54,5 μονάδες τον Αύγουστο. Παρά τη μείωση, η ένδειξη παραμένει πάνω από το όριο των 50 μονάδων, που σηματοδοτεί συνέχιση της ανάπτυξης, αλλά με σαφώς ηπιότερους ρυθμούς.
Η κάμψη αποδίδεται κυρίως στη χαμηλότερη αύξηση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών. Οι παραγγελίες συνέχισαν να αυξάνονται για ενδέκατο συνεχόμενο μήνα, ωστόσο ο ρυθμός τους μειώθηκε αισθητά. Παράλληλα, η ζήτηση από το εξωτερικό παρουσίασε υποχώρηση, με τις εξαγωγές να καταγράφουν πτώση για πέμπτο συνεχόμενο μήνα.
Στο μέτωπο του κόστους, οι επιχειρήσεις εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και εισροών, όμως ο ρυθμός ανόδου ήταν ο χαμηλότερος από τον Νοέμβριο του 2023. Οι πιέσεις για αύξηση των τιμών πώλησης περιορίστηκαν, καθώς ο ανταγωνισμός δυσκόλευε τις επιχειρήσεις να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος στους πελάτες.
Η απασχόληση στον μεταποιητικό κλάδο συνέχισε να αυξάνεται, αλλά με ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τον Αύγουστο. Αυτό δείχνει ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τις προοπτικές, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Η συνολική εικόνα αποτυπώνει μια αγορά που εξακολουθεί να αναπτύσσεται, αλλά σε πιο υποτονικούς ρυθμούς. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παραμένει σε θετικά επίπεδα, με πολλές εταιρείες να εκτιμούν ότι οι πωλήσεις τους θα βελτιωθούν το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, η αδυναμία στη διεθνή ζήτηση και οι συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν αβεβαιότητα.
Στρατηγικά, η ελληνική μεταποίηση χρειάζεται να ενισχύσει την καινοτομία, να επενδύσει σε τεχνολογίες που μειώνουν το κόστος και να διαφοροποιήσει τις αγορές στις οποίες απευθύνεται. Παράλληλα, η στήριξη μέσω πολιτικών κινήτρων και χρηματοδοτικών εργαλείων θα μπορούσε να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του κλάδου, σε μια περίοδο όπου η ισορροπία ανάμεσα σε ανάπτυξη και πιέσεις κόστους είναι πιο εύθραυστη από ποτέ.