Με αργούς ρυθμούς προχωρούν οι ρυθμίσεις οφειλών με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό, ακόμη και μετά τις πρόσφατες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, ενώ το «βουνό» των χρεών που εκκρεμούν για ρύθμιση συνεχώς κερδίζει ύψος, καθώς εκκρεμούν αιτήσεις για διευθέτηση χρεών άνω των 50 δισ. ευρώ.
Ακόμη και μετά τις ευνοϊκές νομοθετικές αλλαγές για τους ευάλωτους οφειλέτες, που τέθηκαν σε ισχύ τον περασμένο Ιούνιο, και κατέστησαν υποχρεωτική την αποδοχή των αιτήσεων εκ μέρους των χρηματοδοτικών φορέων (τράπεζες, servicers) οι ρυθμίσεις μέσω του Εξωδικαστικού δεν έχουν αυξηθεί ουσιωδώς και ουσιαστικά διατηρούνται οι ίδιοι, αργοί ρυθμοί διεκπεραίωσης των υποθέσεων.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, τον Ιούνιο παρουσιάσθηκε μια αύξηση των ρυθμίσεων σχεδόν σε 2.000 και για ποσό 665 εκατ. ευρώ, το ποσό μειώθηκε στα 540 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο, ενώ παρουσίασε εύλογη πτώση τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, η ανάκαμψη ήταν «αναιμική», με τις ρυθμίσεις να υστερούν έναντι του Ιουνίου και του Ιουλίου και το ποσό των ρυθμισμένων οφειλών να διαμορφώνεται στα 524 εκατ. ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα του Απριλίου και του Μαϊου, πριν τις νομοθετικές παρεμβάσεις.
Μήνας |
Αυξάνονται τα χρέη
Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ οι ρυθμοί διευθέτησης οφειλών παραμένουν πολύ αργοί, τα χρέη που άγονται για ρύθμιση στον Εξωδικαστικό αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου είχαν γίνει αιτήσεις για ρύθμιση οφειλών 50,15 δισ. (συνολικά 118,4 χιλιάδες αιτήσεις), ενώ στο τέλος του 2024 το ποσό ανερχόταν σε 40,12 δισ., με 85,65 χιλιάδες αιτήσεις.
Μέσα σε εννέα μήνες, δηλαδή, η «περίμετρος» των οφειλών διευρύνθηκε κατά 10 δισ. ευρώ, τη στιγμή που οι ρυθμίσεις «τρέχουν» με ρυθμό μόλις 500 εκατ. ευρώ τον μήνα. Μέχρι τώρα, τα χρέη που έχουν ρυθμισθεί είναι μόλις 14 δισ. και μάλιστα πολλές από τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει «κοκκίνισαν» εκ νέου, επειδή οι οφειλέτες δεν μπορούσαν να τις εξυπηρετήσουν.
Αναλυτές τονίζουν ότι η αποτυχία, με τα σημερινά δεδομένα, του Εξωδικαστικού δεν αφήνει μόνο τεράστια ποσά χρεών στην οικονομία, τα οποία εμποδίζουν την οικονομική δραστηριότητα, αλλά προκαλεί σοβαρές παρενέργειες και στις τιτλοποιήσεις του σχεδίου «Ηρακλής», δημιουργώντας τον κίνδυνο να ενεργοποιηθούν κρατικές εγγυήσεις και να διογκωθεί λογιστικά το δημόσιο χρέος.
Οι απορρίψεις ρυθμίσεων
Νομικοί επισημαίνουν ότι, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις και τα σημαντικά οφέλη που προσφέρει ο Εξωδικαστικός (π.χ., δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής, σταθερό επιτόκιο), η διαδικασία ρύθμισης κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς. Το κύριο πρόβλημα σήμερα, παρά την υποχρεωτική αποδοχή αιτήσεων από ευάλωτους οφειλέτες, είναι ότι για τους υπόλοιπους, που έχουν και τα μεγαλύτερα ποσά οφειλών, οι χρηματοδοτικοί φορείς έχουν το δικαίωμα να απορρίπτουν την παραγόμενη πρόταση του αλγορίθμου, ακόμη και αν αυτή είναι βιώσιμη.
Οι κυριότεροι λόγοι μη συναίνεσης, που πλέον αναρτώνται δημόσια με βάση τον νόμο (ν. 5024/2023) είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:
- Επαρκής οικονομική δυνατότητα ή/και περιουσία του οφειλέτη για εξόφληση των οφειλών με καλύτερους όρους από την πρόταση.
- Ανεπαρκής οικονομική δυνατότητα για εξυπηρέτηση ακόμα και της αιτούμενης ρύθμισης.
- Μη συμμετοχή όλων των ενεχομένων (συνοφειλετών ή/και εγγυητών) στη διαδικασία.
- Αθέτηση προηγούμενων ρυθμίσεων.
- Ιστορικό αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς
Τα μαθηματικά των servicers
Οι servicers συχνά απορρίπτουν ρυθμίσεις με καθαρά οικονομική λογική: πρέπει να εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή ανάκτηση για τα funds που εκπροσωπούν.
-
Σύγκριση NPV: Ένας servicer αποδέχεται μια ρύθμιση μόνο εάν η παρούσα καθαρή αξία (Net Present Value - NPV) της προτεινόμενης ρύθμισης είναι τουλάχιστον ίση με το ποσό που θα ανακτούσε μέσω άλλων μέτρων (π.χ. πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου). Εάν ο αλγόριθμος του Εξωδικαστικού παράγει μια πρόταση που υπολείπεται αυτής της αξίας, ο Servicer οφείλει να την απορρίψει.
-
Προτίμηση για Εγγυήσεις: Σε πολλές περιπτώσεις, οι Servicers προτιμούν να προχωρούν σε δικαστικές ενέργειες (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί) που οδηγούν σε άμεση ή πιο εγγυημένη ρευστοποίηση περιουσίας, παρά σε μια μακροχρόνια ρύθμιση με χαμηλότερο ρίσκο για τον οφειλέτη.
Στην πράξη, οι αιτιολογίες απόρριψης, αν και πλέον δημοσιοποιούνται, συχνά συγκλίνουν στο ότι είτε ο οφειλέτης έχει επαρκή περιουσία για να πληρώσει περισσότερα, είτε ότι η βιωσιμότητα της πρότασης είναι αντικειμενικά χαμηλή.